Τα κεντρικά λεμφικά όργανα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι ο θύμος αδένας και ο μυελός των οστών. Τα δευτερεύοντα λεμφικά όργανα περιλαμβάνουν το σπλήνα, τις αμυγδαλές, τα λεμφαγγεία, τους λεμφαδένες, τις αδενοειδείς εκβλαστήσεις και το ήπαρ. Μπορεί να γίνει βιοψία του κατάλληλου οργάνου, εφ’ όσον κριθεί απαραίτητο για να τεθεί η διάγνωση.
Πολλά μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος είναι τυπικά κυτταρικής φύσεως και δεν συνδέονται με κάποιο συγκεκριμένο όργανο, αλλά είναι προσκολλημένα ή κυκλοφορούν σε διάφορους ιστούς του σώματος.
Κλινική Ανοσολογία
Η κλινική ανοσολογία ασχολείται με τη μελέτη των νόσων που προκαλούνται από διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος. Περιλαμβάνει επίσης τις παθήσεις άλλων συστημάτων, στις οποίες οι ανοσολογικές αντιδράσεις εμπλέκονται στην παθολογία και την κλινική εικόνα τους.
Οι παθήσεις που προκαλούνται από διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος εμπίπτουν σε δύο ευρείες κατηγορίες:
- Ανοσοανεπάρκεια, κατά την οποία κάποια μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος δεν μπορούν να επιτύχουν μία ικανή ανοσοποιητική απόκριση (π.χ. στην χρόνια κοκκιωματώδη νόσο)
- Αυτοανοσία, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται σε υγιείς ιστούς του σώματος (π.χ. στον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, στην ασθένεια του Hashimoto και στη μυασθένεια Gravis)
Άλλες παθήσεις του ανοσοποιητικού συστήματος περιλαμβάνουν διάφορες υπερευαισθησίες (όπως στο άσθμα ή άλλες αλλεργίες) που αποκρίνονται λανθασμένα σε ενώσεις που φυσιολογικά είναι αβλαβείς.
Ιδιαίτερη έμφαση στην κλινική ανοσολογία δίδεται στην γενετική αποτύπωση, κλινική περιγραφή, ανοσολογική διερεύνηση, διαγνωστική προσέγγιση, καθορισμό της πρόγνωσης και θεραπευτική αντιμετώπιση των παθήσεων με ανοσολογικό υπόστρωμα.