Ψευδάργυρος: Έχει Χρησιμότητα στην Αντιμετώπιση του Κοινού Κρυολογήματος;

Το 1771, ο Γερμανός γιατρός Hieronymus David Gaubius παρουσίασε στην επιστημονική κοινότητα του Δυτικού κόσμου ένα «πολλά υποσχόμενο φάρμακο», τον ψευδάργυρο.

Πάνω από 200 χρόνια αργότερα, η ουσία αυτή βρίσκεται πλέον σε αρκετά συμπληρώματα διατροφής που αγοράζουμε από τα φαρμακεία. Αρκετοί υποστηρίζουν επίσης ότι ο ψευδάργυρος έχει χρησιμότητα και στην αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος.

Τα δεδομένα σχετικά με τη χρήση του παραπάνω φαρμάκου είναι πολύ περιορισμένα και δεν έχουμε εξερευνήσει ακόμα ποια είναι η ιδανική δοσολογία του φαρμάκου.

Μία πρόσφατη μετα-ανάλυση με 28 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες θέλησε να εξερευνήσει αν ο ψευδάργυρος μπορεί να προσφέρει οφέλη στην αντιμετώπιση ή πρόληψη των ιογενών λοιμώξεων, όπως η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα. Όπως παρατήρησε, η ουσία αυτή μπορεί να αποτρέψει αρκετά συμπτώματα των παραπάνω λοιμώξεων, περιορίζοντας παράλληλα τη διάρκεια νόσησης.

«Σήμερα, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η χορήγηση ψευδαργύρου έχει χρησιμότητα στην πρόληψη ή αντιμετώπιση των λοιμώξεων μόνο στους ασθενείς που έχουν ανεπάρκεια. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας αμφισβητούν αυτή τη θεωρία», υποστήριξε η επικεφαλής της έρευνας, Jennifer Hunter, από το Πανεπιστήμιο του Δυτικού Σίδνεϋ στην Αυστραλία.

Όπως διαπίστωσε η επιστημονική ομάδα, δύο μεγάλες κλινικές δοκιμές από την Κίνα παρατήρησαν ότι οι χαμηλές δόσεις ρινικού σπρέι με ψευδάργυρο μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο κλινικής νόσου.

Σε δύο έρευνες από τις ΗΠΑ εξαιρέθηκαν οι εθελοντές με ανεπάρκεια ψευδαργύρου, ενώ και στις υπόλοιπες μελέτες που εξέτασε η επιστημονική ομάδα τα ποσοστά των ασθενών με την παραπάνω ανεπάρκεια ήταν εξαιρετικά χαμηλά.

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της ανάλυσης, η προληπτική χορήγηση του ψευδαργύρου μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ήπιων συμπτωμάτων από τις ιογενείς λοιμώξεις κατά 28% και τον κίνδυνο μέτριων ή σοβαρών συμπτωμάτων κατά 87%.

Η χορήγηση ψευδαργύρου στους ασθενείς μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων ήταν ικανή να περιορίσει τη διάρκεια των τελευταίων. Στους περισσότερους ασθενείς η λήψη ψευδαργύρου μείωση τη διάρκεια των σοβαρών συμπτωμάτων κατά περίπου 2 ημέρες.

Όπως τόνισε η επιστημονική ομάδα, παρά το γεγονός ότι η διάρκεια των σοβαρών συμπτωμάτων περιορίστηκε από τη χορήγηση ψευδαργύρου, η σοβαρότητα των συμπτωμάτων δεν επηρεάστηκε. Επιπλέον, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι ο ψευδάργυρος δεν ήταν ικανός να αποτρέψει τη μόλυνση ενός ατόμου με τους ιούς του κοινού κρυολογήματος.

Η ανάλυση αποτελεί μεν ένα σημαντικό βήμα στην έρευνα για τις επιδράσεις του ψευδαργύρου, ωστόσο δεν ήταν στείρα περιορισμών. Αρκετές από τις μελέτες που εξέτασε είχαν μικρό μέγεθος, δεν εξέτασαν την ίδια δοσολογία και δεν κατέληξαν σε ισχυρά δεδομένα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ποιότητα κάθε μετα-ανάλυσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιότητα των ερευνών τις οποίες εξετάζει.

Επιπλέον, αν και τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τελικά δεν μας εξηγούν μέσω ποιου μηχανισμού ο ψευδάργυρος μπορεί να αντιμετωπίσει ιογενείς λοιμώξεις, όπως το κοινό κρυολόγημα.

Πριν το 18ο αιώνα και την παρουσίαση του ψευδαργύρου από τον Gaubius, ο ψευδάργυρος ήταν ένα φάρμακο που οι αλχημιστές χορηγούσαν για την αντιμετώπιση των επιληπτικών σπασμών. Ωστόσο, όταν ο Gaubius εξέτασε τη σκόνη του φαρμάκου διαπίστωσε ότι ήταν πρακτικά οξείδιο του ψευδαργύρου.

Το 19ο αιώνα ο ψευδάργυρος χρησιμοποιήθηκε προσωρινά για την αντιμετώπιση της επιληψίας, ωστόσο μέχρι τον 20ο αιώνα είχε ξεχαστεί τελείως.

Τη δεκαετία του 1960, ωστόσο, ο ψευδάργυρος αναδείχθηκε εκ νέου ως θεραπεία για τη φυσική ανεπάρκεια ψευδαργύρου, καθώς και για τη νόσο του Wilson, μία κληρονομική νόσο που προκαλεί συσσώρευση χαλκού στα ζωτικά όργανα. Ο ψευδάργυρος έχει αποδειχθεί σήμερα ότι αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για την τελευταία νευρολογική νόσο.

Αναφορικά με τη χρησιμότητά του στην αντιμετώπιση των ιογενών λοιμώξεων, ωστόσο, τα δεδομένα είναι πολύ περιορισμένα.

Ορισμένες οδηγίες οργανισμών υγείας υποστηρίζουν ότι ο ψευδάργυρος έχει χρησιμότητα στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων του κατωτέρου αναπνευστικού και η πανδημία της COVID-19 έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις για το ιχνοστοιχείο αυτό. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που εξετάζουν τη χρησιμότητα του ψευδαργύρου γι’ αυτή την ένδειξη δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα, ορισμένοι γιατροί ήδη χορηγούν ψευδάργυρο στους ασθενείς με COVID-19.

Ακόμα και αν τελικά αποδειχθεί ότι ο ψευδάργυρος δεν προσφέρει οφέλη στην αντιμετώπιση της COVID-19, η χορήγηση του παραπάνω ιχνοστοιχείου σε κανονικές δόσεις δεν είναι επικίνδυνη για τους ασθενείς, εκτός αν πάσχουν από μία σπάνια διαταραχή που επιτρέπει στον ψευδάργυρο να εισέλθει στον εγκέφαλο.

Σε υψηλές δόσεις, ο ψευδάργυρος μπορεί να προκαλέσει ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ναυτία ή ανοσμία (όταν χορηγείται σε μορφή ρινικού σπρέι).

Σύμφωνα με τους επιστήμονες της παρούσας ανάλυσης, τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με την κλινική αποτελεσματικότητα του ψευδαργύρου, την ιδανική δόση του καθώς και την προτιμώμενη οδό χορήγησης.

Κατά συνέπεια, καταλήγοντας οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι θα πρέπει να γίνουν νέες μελέτες.

Η ανάλυση δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Open.

Φωτογραφία: Gustavo Fring

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα