Βιταμίνη D: Πολύ Χαμηλές οι Δόσεις που Χορηγούνται στους Περισσότερους Ασθενείς Σύμφωνα με Δύο Νέες Μελέτες

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί παράγοντας κινδύνου για το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες για τις παραπάνω δύο καταστάσεις παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D.

Δύο νέες έρευνες από τις ΗΠΑ που δημοσιεύτηκαν προσφάτως σε επιστημονικά περιοδικά δείχνουν, ωστόσο, ότι οι δόσεις που χορηγούνται στους παραπάνω ασθενείς πιθανώς δεν είναι επαρκείς για να διορθώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D και να μειώσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Συγκεκριμένα, στις αναλύσεις που έκαναν, οι επιστήμονες των παραπάνω ερευνών διαπίστωσαν ότι οι δόσεις που πρέπει να λάβουν οι ασθενείς συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο που έχουν θέσει οι φορείς υγείας για τη βιταμίνη D (600-800 IU). Ορισμένοι ασθενείς μπορεί μάλιστα να χρειάζονται ακόμα και περισσότερες από 10.000 IU, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς.

«Έχουμε δει αρκετές έρευνες που αναφέρουν ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών. Οι παρατηρήσεις της μελέτης μας έδειξαν ότι οι τυπικές δόσεις της βιταμίνης που χορηγούνται στους ασθενείς δεν επαρκούν για να βελτιωθεί η καρδιακή υγεία. Οι ασθενείς θα πρέπει να λάβουν μεγαλύτερες δόσεις προκειμένου να επιτύχουν ιδανικά επίπεδα της βιταμίνης», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Όπως εξήγησαν, η εκτίμηση του κάθε ασθενούς θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα και να προσδιορίζεται η δόση που πρέπει να πάρει καθώς συχνά η χορήγηση της βιταμίνης σε μορφή χαπιού δεν επαρκεί για να προσφέρει οφέλη.

Τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών παρουσιάστηκαν στο συνέδριο 2023 American Heart Association Scientific Sessions το οποίο διεξήχθη στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ στα μέσα Νοεμβρίου.

Και οι δύο έρευνες ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη Target-D, η οποία είχε ως στόχο να εξετάσει αν η βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D έχει χρησιμότητα στην πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Στην πρώτη από τις δύο αναλύσεις, 632 ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η πρώτη έλαβε γενικές οδηγίες για τη βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D, ενώ στη δεύτερη ομάδα χορηγήθηκε κάποια εξατομικευμένη αγωγή. Ο στόχος και στις δύο ομάδες ήταν να βελτιωθούν τα επίπεδα της βιταμίνης D και να φτάσουν τα 40ng/mL, το οποίο θεωρήθηκε ιδανικό στα πλαίσια της μελέτης.

Οι ασθενείς της εξατομικευμένης θεραπείας έκαναν επισκέψεις στο γιατρό τους κάθε 3 μήνες και η δόση προσαρμοζόταν ανάλογα με τα επίπεδα της βιταμίνης D. Από τους συνολικά 316 ασθενείς αυτή της ομάδας, σχεδόν το 90% έλαβε κάποια θεραπεία με βιταμίνη D. Από αυτούς, το 86.5% χρειάστηκε περισσότερες από 2.000 IU της βιταμίνης καθημερινά, ενώ το 14.6% χρειάστηκε περισσότερες από 10.000 IU καθημερινά. Λιγότερο από το 65% των εθελοντών είχαν φτάσει τα 40 ng/mL της βιταμίνης D στους 3 μήνες.

Η δεύτερη ανάλυση των δεδομένων της μελέτης Target-D εξέτασε μόνο τους εθελοντές που είχαν παρουσιάσει εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα του μυοκαρδίου τις προηγούμενες 30 ημέρες από την εγγραφή τους στη μελέτη. Περίπου το 58.5% των παραπάνω εθελοντών που είχαν επίπεδα βιταμίνης D κάτω από 40 ng/mL έλαβαν τελικά πάνω από 5.000 IU της βιταμίνης καθημερινά, ποσότητα η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το όριο των 600-800 IU.

«Από τα αποτελέσματα της μελέτης μας είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να χορηγούμε απλά μία χαμηλή δόση της βιταμίνης και να μην παρακολουθούμε την πορεία των ασθενών. Είναι σημαντικό για τους ασθενείς να κάνουν συχνά εξετάσεις και να προσαρμόζεται η δόση ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς», καταλήγει η ομάδα.

Φωτογραφία: Polina Tankilevitch

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα