Long COVID: Νέα Δεδομένα για τη Σύνδεση της Νόσου με τις Ψυχιατρικές Παθήσεις

Η long COVID μπορεί να επιδεινώσει προϋπάρχουσες ψυχιατρικές παθήσεις και συνδέεται με νέες ψυχιατρικές διαγνώσεις, ωστόσο η σύνδεση αυτή δεν είναι αμφίδρομη, όπως αναφέρει μία νέα μεγάλη ανάλυση που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο περιοδικό Physical Medicine and Rehabilitation.

Στην ανάλυση αυτή συμμετείχαν αρκετοί ειδικοί από διάφορα πεδία όπως η νευρολογία, η νευροψυχιατρική, η ψυχολογία αποκατάστασης και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.

«Αρκετοί ασθενείς αναφέρουν ότι οι συγγενείς ή ακόμα και οι γιατροί τους δεν αναγνωρίζουν την επιβάρυνση από τα συμπτώματα της long COVID και αμφισβητούν την ύπαρξη της τελευταίας αποδίδοντας τα συμπτώματα σε κάποια ψυχιατρική νόσο. Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η long COVID αποτελεί πραγματικό νόσημα και οι ψυχιατρικές παθήσεις δεν συνδέονται με την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων long COVID», αναφέρει η μελέτη.

Εκατομμύρια Ασθενείς Παγκοσμίως

Το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν το 2ο και 3ο σε συχνότητα σύμπτωμα της long COVID, αντίστοιχα, όπως αναφέρει η μελέτη.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η φλεγμονώδης απόκριση του οργανισμού και ειδικότερα οι κυτταροκίνες στο αίμα, μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα των ψυχικών νόσων ή να προκαλέσουν νέα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης. Οι κυτταροκίνες μπορεί επίσης να επηρεάσουν τα επίπεδα αρκετών χημικών ουσιών στον εγκέφαλο, όπως για παράδειγμα η σεροτονίνη.

Μελέτες εξετάζουν επίσης αν τα ψυχιατρικά συμπτώματα των ασθενών με long COVID μπορεί να αποδίδονται και σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα τη δραστηριότητα του ιού, την παρουσία μικροθρόμβων στον εγκέφαλο ή τον οργανισμό, καθώς και αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα.

Σήμερα, πάντως, η αντιμετώπιση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων είναι η ίδια ανεξαρτήτως αν ο ασθενής έχει long COVID ή όχι και περιλαμβάνει υποστηρικτική αγωγή, γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Σύμφωνα με τις οδηγίες που αναφέρονται στη νέα μελέτη, η αντιμετώπιση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων της long COVID θα πρέπει να ξεκινά από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, εφόσον ο γιατρός έχει αυτή την ικανότητα. Ωστόσο, αν ο ασθενής έχει σοβαρά συμπτώματα που επιβαρύνουν σημαντικά την καθημερινότητά του, θα πρέπει να παραπέμπεται σε ειδικό.

Τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα έχουν δείξει ότι περίπου το 7% των ενηλίκων και το 1.3% των παιδιών που νόσησαν από COVID-19 έχουν παρουσιάσει συμπτώματα long COVID. Γνωρίζουμε επίσης ότι νέες λοιμώξεις με τον ιό μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, επομένως το ποσοστό αυτό δεν αποκλείεται να διογκωθεί τα επόμενα χρόνια.

«Κάθε μέρα γίνονται νέες διαγνώσεις long COVID και ο αριθμός των ασθενών αυξάνεται συνέχεια. Είναι προφανές ότι η νόσος θα μας απασχολήσει αρκετά τα επόμενα χρόνια, επομένως κάθε νέα πληροφορία σχετικά με αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία», καταλήγουν οι συγγραφείς.

Φωτογραφία: cottonbro studio

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα