Πόσο Κοντά Βρισκόμαστε σε Ένα Αποτελεσματικό Εμβόλιο για την Ελονοσία;

Το εμβόλιο R21 έχει πάνω από 80% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της ελονοσίας στα παιδιά, σύμφωνα με τα τελευταία αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών για το συγκεκριμένο εμβόλιο. Μία προηγούμενη κλινική δοκιμή από την ομάδα που αναπτύσσει το εμβόλιο αυτό είχε δείξει ότι η αρχική χορήγηση των 3 δόσεων του εμβολίου μπορεί να αποτρέψει το 77% των περιστατικών ελονοσίας. Στη νέα τους κλινική δοκιμή οι επιστήμονες δείχνουν ότι η χορήγηση μίας τέταρτης (αναμνηστικής) δόσης ένα χρόνο αργότερα μπορεί να διατηρήσει την προστασία σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που δείχνει ότι είναι δυνατό να επιτευχθεί μακροπρόθεσμη ανοσία για τη λοίμωξη.

Αν και η εταιρεία που αναπτύσσει το εμβόλιο έχει κλείσει ήδη συμφωνίες για την παραγωγή 100 εκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου ετησίως, αυτή τη στιγμή δεν έχουν γίνει ακόμα κλινικές δοκιμές φάσης 3. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν δεδομένα που να μπορούν να υποστηρίξουν την έγκριση του εμβολίου στην παρούσα φάση.

Η Ιστορία των Εμβολίων της Ελονοσίας

Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός εμβολίου για την ελονοσία ξεκίνησαν για πρώτη φορά πριν από περίπου 80 χρόνια. Τη δεκαετία του 1940 έγιναν αρκετά πειράματα τόσο σε πειραματόζωα όσο και σε ανθρώπους τα οποία είχαν ως στόχο τη δημιουργία ανοσίας μέσω της χορήγησης αδρανοποιημένων παρασίτων. Τα επόμενα χρόνια, η αλματώδης πρόοδος στη βιοχημεία και τη μοριακή βιολογία επέτρεψε στους επιστήμονες να απομονώσουν πρωτεΐνες από το πλασμώδιο που ενοχοποιείται για τη νόσο, τις οποίες χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη εμβολίων.

Οι πρωτεΐνες αυτές δημιουργούν καλύτερη ανοσία για το παθογόνο. Αν και το παράσιτο φέρει επίσης τις παραπάνω πρωτεΐνες, αυτές δεν είναι εξίσου προσβάσιμες στο ανοσοποιητικό σύστημα, επομένως προκαλείται ηπιότερη απόκριση όταν το εμβόλιο περιέχει εξασθενημένα πλασμώδια. Τέλος, στα εμβόλια που περιέχουν ολόκληρα παθογόνα, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος ενεργοποίησης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ενεργό λοίμωξη.

Με βάση τις παραπάνω νέες τεχνολογίες τη δεκαετία του 1980 αναπτύχθηκε το εμβόλιο SPf66, το οποίο περιέχει διάφορα συνθετικά μόρια του παρασίτου που γνωρίζουμε ότι αναγνωρίζονται από το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. Το εμβόλιο αυτό, το οποίο αναπτύχθηκε στην Κολομβία, δοκιμάστηκε σε αρκετές χώρες της Νότιας Αμερικής όπου είχε αποτελεσματικότητα περίπου 35-60%. Ωστόσο, όταν έγιναν κλινικές δοκιμές σε άλλες ηπείρους, η αποτελεσματικότητα ήταν πολύ χαμηλότερη. Συγκεκριμένα, στην Αφρική το εμβόλιο είχε αποτελεσματικότητα 8-30%, ενώ στην Ασία δεν προσέφερε προστασία από τη λοίμωξη.

Αν και τελικά το εμβόλιο αυτό δεν έλαβε έγκριση, τα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές ήταν ενθαρρυντικά καθώς σε ορισμένους ασθενείς επετεύχθη κάποιου βαθμού ανοσία, γεγονός που δείχνει ότι είναι δυνατό να αναπτυχθεί κάποια στιγμή ένα εμβόλιο για την πλέον επικίνδυνη λοίμωξη στις χώρες με τροπικό κλίμα.

Τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκαν αρκετά διαφορετικά εμβόλια για την ελονοσία τα οποία δοκιμάστηκαν σε κλινικές δοκιμές, μεταξύ των οποίων και το RTS,S που εγκρίθηκε τελικά για την αντιμετώπιση της νόσου. Το εμβόλιο αυτό περιέχει τμήμα μίας μεγάλης πρωτεΐνης που βρίσκεται στην επιφάνεια του πλασμωδίου.

Το RTS,S εξετάστηκε ευρέως στην Αφρική και είχε αποτελεσματικότητα 40%, η οποία ωστόσο παρουσίαζε μείωση σταδιακά. Το εμβόλιο R21 χρησιμοποιεί το ίδιο μόριο με αυτό που βρίσκεται στο παραπάνω εμβόλιο.

Όλα τα εμβόλια που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα για την ελονοσία δεν είχαν καταφέρει να επιτύχουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας. Ακόμα και σε αυτά που πέτυχαν σχετικά υψηλά ποσοστά στις κλινικές δοκιμές, η αποτελεσματικότητα παρουσίαζε ταχεία μείωση σε μικρό χρονικό διάστημα. Η διάρκεια της ανοσίας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο κίνδυνος λοίμωξης παραμένει, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου γίνεται εκτεταμένη μετάδοση του ιού.

Γιατί είναι Δύσκολο να Αναπτυχθεί ένα Αποτελεσματικό Εμβόλιο;

Η αλματώδης πρόοδος στην ανάλυση του γονιδιώματος τις τελευταίες δεκαετίες μάς έχει επιτρέψει να κατανοήσουμε αρκετά τα γονίδια στο πλασμώδιο της ελονοσίας.

Η ανάλυση δειγμάτων από ασθενείς σε όλο τον κόσμο έχει βοηθήσει σημαντικά στην κατανόηση των μηχανισμών της νόσου, καθώς πλέον είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για ένα συγκεκριμένο παράσιτο, αλλά για αρκετά στελέχη τα οποία έχουν ξεχωριστά γενετικά χαρακτηριστικά. Η ποικιλομορφία αυτή είναι κάτι που έχει ληφθεί υπόψη στην ανάπτυξη του νέου εμβολίου της ελονοσίας.

Καθώς τα εμβόλια που είχαν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα είχαν χρησιμοποιήσει ως βάση στελέχη του παρασίτου που είχαν απομονωθεί στο παρελθόν και διατηρούνται στο εργαστήριο, αυτό σημαίνει ότι τα εμβόλια αυτά μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνο αυτό το συγκεκριμένο στέλεχος. Κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών ήταν πολύ χαμηλότερη ενάντια σε άλλα στελέχη του πλασμωδίου που είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Στην Αφρική γίνεται εκτεταμένη μετάδοση της νόσου και, ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς μπορεί να μολυνθούν από αρκετά διαφορετικά παράσιτα. Κατά συνέπεια, αν το εμβόλιο έχει αναπτυχθεί με βάση ένα συγκεκριμένο στέλεχος, αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα θα μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο παρόμοια στελέχη με αυτό. Αυτό είναι ένα μείζον πρόβλημα και αποτελεί τον κύριο λόγο που δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αναπτύξουμε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο για την ελονοσία.

Το εμβόλιο R21, ωστόσο, που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ξεπερνά αρκετά από τα παραπάνω προβλήματα και έχει δημιουργήσει αισιοδοξία. Ήδη βλέπουμε ότι έχει υψηλή αποτελεσματικότητα, η οποία μπορεί να διατηρηθεί και μακροπρόθεσμα. Αν τελικά αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματικό σε όλες τις ηπείρους, τότε θα έχουμε ένα ισχυρό όπλο για την πρόληψη της ελονοσίας παγκοσμίως.

Φωτογραφία: Leonid Danilov

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα