Συμπληρώματα Βιταμίνης D: Περιορισμένες οι Επιδράσεις τους στους Παχύσαρκους

Το σωματικό βάρος είναι ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων βιταμίνης D, όπως υποστηρίζει μία νέα ανάλυση που εξέτασε δεδομένα από τη μελέτη VITAL (Vitamin D and Omega-3 Trial).

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της ανάλυσης, οι εθελοντές που έπαιρναν συμπληρώματα βιταμίνης D των 2000 IU καθημερινά παρουσίασαν αύξηση στα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D (25-OHD) στον ορό συγκριτικά με αυτούς που έπαιρναν placebo. Ωστόσο, στους εθελοντές που είχαν υψηλό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), η αύξηση αυτή ήταν πολύ χαμηλότερο, όπως έδειξαν οι επιστήμονες στο περιοδικό JAMA Network Open.

Αναλύοντας δεδομένα από σχεδόν 16.000 εθελοντές, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι αυτοί που είχαν ΔΜΣ πάνω από 35 είχαν επίσης τα χαμηλότερα επίπεδα της 25-OHD πριν την τυχαιοποίηση:

  • Ελλιποβαρείς: 32.3 ng/mL
  • Φυσιολογικό βάρος: 32.3 ng/mL
  • Υπέρβαροι: 30.5 ng/mL
  • Παχυσαρκία τάξης Ι: 29.0 ng/mL
  • Παχυσαρκία τάξης ΙΙ: 28.0 ng/mL

Εξετάζοντας τα δεδομένα για τους 2.742 εθελοντές της ομάδας που έπαιρνε συμπληρώματα βιταμίνης D, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι τα επίπεδα της 25-OHD ήταν 44 ng/mL σε αυτούς που είχαν ΔΜΣ κάτω από 25, 41.2 ng/mL στους υπέρβαρους, 39.4 ng/mL στους παχύσαρκους τύπου Ι και 37.9 ng/mL στους παχύσαρκους τύπου 2.

Αντίστοιχες ήταν οι διαφοροποιήσεις και για τα επίπεδα της 25-OHD3 (43.8 ng/mL σε αυτούς με ΔΜΣ<25 και 37.6 ng/mL σε αυτούς με ΔΜΣ>35), της ελεύθερης βιταμίνης D (10.2 ng/mL έναντι 7.04 ng/mL) και βιοδιαθέσιμης βιταμίνης D (3.8 ng/mL έναντι 2.7 ng/mL).

«Από τα παραπάνω δεδομένα φαίνεται ότι η παχυσαρκία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις επιδράσεις των συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Μάλιστα, ακόμα και σε αυτούς που είχαν ανεπάρκεια στην αρχή της μελέτης, αν ήταν παχύσαρκοι τα συμπληρώματα δεν κατάφεραν να βελτιώσουν σημαντικά τα επίπεδα της βιταμίνης D», εξήγησαν οι συγγραφείς.

Το γεγονός αυτό αποδίδεται πιθανώς στην απομόνωση της βιταμίνης D και των μεταβολιτών της από το λιπώδη ιστό, γεγονός που επηρεάζει τα επίπεδά της στο αίμα.

Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της έρευνας, η Katherine Bachmann, MD, MSCI, από το Vanderbilt University υποστήριξε ότι οι παρατηρήσεις της έρευνας μάς βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα ορισμένα αποτελέσματα της μελέτης VITAL που δεν είχαμε καταφέρει να ερμηνεύσουμε μέχρι σήμερα.

«Πιθανώς το γεγονός ότι οι παχύσαρκοι ασθενείς που έπαιρναν βιταμίνη D δεν είχαν μειωμένο κίνδυνο καρκίνου μπορεί να εξηγηθεί από τις παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης», υποστήριξαν.

Η μελέτη VITAL ήταν μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, διπλά τυφλή μελέτη που εξέτασε τις επιδράσεις των συμπληρωμάτων βιταμίνης D στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και καρκίνου. Η αρχική μελέτη διεξήχθη στο διάστημα από τον Ιούλιο του 2010 μέχρι το Νοέμβριο του 2018. Στην παρούσα ανάλυση συμμετείχαν συνολικά 16.515 εθελοντές που είχαν δώσει ένα δείγμα αίματος στην αρχή της μελέτης και 2.742 εθελοντές που έδιναν τακτικά δείγματα τα επόμενα 2 χρόνια.

Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν τα 67.7 χρόνια, ενώ το 50.7% ήταν γυναίκες. Οι υπέρβαροι (40.5% του συνόλου) και παχύσαρκοι (27%) εθελοντές ήταν συνήθως νεαρής ηλικίας και είχαν χαμηλότερα εισοδήματα, καθώς και χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με αυτούς που είχαν φυσιολογικό βάρος.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα