Ευαισθησία στο Αλάτι: Όλα τα Επιστημονικά Δεδομένα

Όλοι γνωρίζουμε κάποιον που μπορεί να καταναλώνει αρκετή ποσότητα αλατιού στη διατροφή του, με την αρτηριακή του πίεση να παραμένει χαμηλή. Ο άνθρωπος αυτός έχει ανθεκτικότητα στο αλάτι. Αυτό σημαίνει ότι η αρτηριακή του πίεση δεν μεταβάλεται σημαντικά από μία διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε αλάτι (χλωριούχο νάτριο). Αντιθέτως, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ευαισθησία στο αλάτι, δηλαδή η αρτηριακή τους πίεση ανεβαίνει κατά 5 βαθμούς ή περισσότερο όταν ξεκινήσουν μία δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε νάτριο.

Δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα μία απλή εξέταση για να διαπιστώσουμε ποιος έχει ευαισθησία στο αλάτι, σύμφωνα με τον ενδοκρινολόγο Δρ Γκόρντον Γουίλιαμς, καθηγητή ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. «Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι οι κάτοικοι των ανεπτυγμένων χωρών καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αλατιού από αυτές που χρειάζονται, επομένως είναι λογικό να συνιστούμε περιορισμό στην κατανάλωση του αλατιού», πρόσθεσε.

Ένα άρθρο του Γουίλιαμς που δημοσιεύτηκε στο Endocrine Reviews ταυτοποίησε 21 γενετικά αλληλόμορφα που παίζουν ρόλο στην υπέρταση, 18 από τα οποία σχετίζονται με την ευαισθησία στο αλάτι. Μία βαθύτερη κατανόηση των αλληλομόρφων αυτών μπορεί να μέρα να βοηθήσει τους γιατρούς στην πρόληψη και θεραπεία της υπέρτασης με μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως υποστήριξε ο ίδιος.

Ποιοι έχουν Ευαισθησία στο Αλάτι;

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 60% των ασθενών με υπέρταση έχουν ευαισθησία στο αλάτι, ένα χαρακτηριστικό που έδινε πλεονέκτημα επιβίωσης στους προγόνους μας. Ευαισθησία στο αλάτι έχει επίσης το 25% των ανθρώπων με φυσιολογική αρτηριακή πίεση, οι οποίοι μπορεί να παρουσιάσουν υπέρταση στη μετέπειτα ζωή τους, καθώς η ευαισθησία στο αλάτι αυξάνεται με την ηλικία και την αύξηση του σωματικού βάρους. Οι παραπάνω εκτιμήσεις προέρχονται από έρευνες σε εθελοντές που είχαν εξεταστεί ως προς την ευαισθησία τους στο αλάτι. Η εξέταση αυτή είναι ιδιαίτερα ακριβή και σύνθετη και ουσιαστικά περιλαμβάνει προσεκτική αύξηση και μείωση του νατρίου στη διατροφή, με τακτικές μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης, ενώ παράλληλα εξετάζεται η ποσότητα νατρίου που απομακρύνεται με τα ούρα.

Σχεδόν το 1/3 των ασθενών με υπέρταση έχουν ανθεκτικότητα στο αλάτι, ενώ το 4-5% έχει αντίστροφη ευαισθησία στο αλάτι, δηλαδή η αρτηριακή τους πίεση μειώνεται όταν καταναλώνουν αλάτι.

Ευαισθησία στο Αλάτι: Ένα Πλεονέκτημα Επιβίωσης

Μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, όταν οι πρόγονοί μας βρίσκονται ακόμα στην Αφρική, το αλάτι ήταν κάτι που σπάνιζε στη διατροφή τους. Ο οργανισμός χρειάζεται το νάτριο για να τη διατήρηση του όγκου αίματος, για τη μετάδοση των νευρικών ώσεων, για τη σύσπαση των μυικών ινών, καθώς και για μία σειρά άλλες ζωτικές λειτουργίες. Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι η ικανότητα του οργανισμού να διατηρήσει τη θρεπτική αυτή ουσία προσέφερε ένα σημαντικό πλεονέκτημα επιβίωσης. Στη διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπου, τα λοιμώδη νοσήματα (τα οποία προκαλούν απώλεια νατρίου μέσω της διάρροιας και του εμέτου) αποτέλεσαν μία από τις σημαντικότερες απειλές κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, εξήγησε ο Γουίλιαμς. «Αυτή είναι μία θεωρία που μπορεί πιθανώς να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι έχουν αλληλόμορφα που τους καθιστούν ανθεκτικούς στο αλάτι», πρόσθεσε.

Γιατί όμως η συχνότητα των αλληλομόρφων αυτών δεν μειώθηκε σημαντικά, εφόσον δεν είναι πλέον απαραίτητα για την επιβίωσή μας σήμερα; Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος έχει διατηρήσει και άλλα τέτοια γονίδια, ορισμένα από τα οποία βοηθούν επίσης στην διατήρηση των θερμίδων, εκτός από το νάτριο. Σήμερα, το περιβάλλον μας είναι πλέον γεμάτο από τρόφιμα με με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες και αλάτι. Τα αλληλόμορφα αυτά συμβάλλουν, επομένως, στην υπέρταση και την παχυσαρκία, δύο κύριους παράγοντες κινδύνου για την καρδιαγγειακή νόσο. «Ωστόσο, η καρδιαγγειακή νόσος τυπικά προκαλεί το θάνατο μετά την αναπαραγωγική ηλικία, επομένως τα αλληλόμορφα αυτά μεταβιβάζονται κανονικά στους απογόνους», πρόσθεσε ο Δρ Γουίλιαμς.

Γενετικά Στοιχεία για μία Στοχευμένη Θεραπεία;

Τα γενετικά αλληλόμορφα που σχετίζονται με την ευαισθησία της υπέρτασης στο αλάτι περιλαμβάνουν αρκετούς διαφορετικούς μηχανισμούς. Για παράδειγμα, κάποια γονίδια επηρεάζουν ένα ένζυμο που λέγεται ρενίνη, το οποίο εκκρίνεται και αποθηκεύεται στους νεφρούς. Άλλα επηρεάζουν την παραγωγή της αλδοστερόνης (μίας ορμόνης που αυξάνει τον όγκο του αίματος) ή τη μεταφορά νατρίου και άλλων μετάλλων στον οργανισμό. Η αρτηριακή πίεση μπορεί να είναι επίσης αποτέλεσμα γενετικών διαφορών στον τρόπο με τον οποίο τα αιμοφόρα αγγεία συσπώνται ή χαλαρώνουν, κάτι που δεν σχετίζεται με το νάτριο.

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της υπέρτασης αντιμετωπίζουν τα παραπάνω προβλήματα, ωστόσο ο μηχανισμός δράσης τους δεν είναι απόλυτα γνωστός. «Αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούμε την προσέγγιση της ‘Ρώσικης ρουλέτας’ στην αντιμετώπιση της υπέρτασης. Χορηγούμε ένα φάρμακο για να δοκιμάσουμε αν είναι αποτελεσματικό. Αν δεν είναι, τότε δοκιμάζουμε ένα δεύτερο, μετά ένα τρίτο, κλπ. Ουσιαστικά πειραματιζόμαστε με τα διαθέσιμα φάρμακα μέχρι να ανακαλύψουμε ένα αποτελεσματικό», είπε ο Γουίλιαμς.

Ο ίδιος προέβλεψε ότι κάποια μέρα η επιλογή του καταλλήλου φαρμάκου για την αντιμετώπιση της υπέρτασης θα είναι προσαρμοσμένη στο γονιδιακό προφίλ του κάθε ασθενούς. Αν οι μελλοντικές κλινικές μελέτες επιβεβαιώσουν τα σημαντικότερα αλληλόμορφα, μία απλή εξέταση αίματος θα αρκεί για να αποκαλύψει ποιο είναι το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για κάθε ασθενή, καθώς και πόση ποσότητα αλατιού μπορεί να καταναλώσει.

Βιβλιογραφία: Harvard Health

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα