Νέα Έρευνα: Ο Περιορισμός των Γευμάτων Βοηθά στην Πρόληψη του Διαβήτη Τύπου 2

Όταν η διαλειμματική νηστεία βρέθηκε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας, αρκετοί ειδικοί αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό την ιδέα του περιορισμού των γευμάτων που θα πρέπει να καταναλώνουμε κάθε μέρα. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή τελικά μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για την υγεία, όπως υποστηρίζει μία νέα ανάλυση που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες.

Η ανάλυση αυτή διαπίστωσε ότι ένα συγκεκριμένο είδος διαλειμματικής νηστείας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και να βελτιώσει τη γενικότερη υγεία. Εξετάζοντας δεδομένα από αρκετές διαφορετικές έρευνες, οι επιστήμονες της μελέτης παρατήρησαν ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στον αριθμό των γευμάτων που καταναλώνουμε και τον κίνδυνο παχυσαρκίας ή διαβήτη τύπου 2.

«Εδώ και αρκετά χρόνια ακούμε ότι θα πρέπει να κάνουμε 3 μεγάλα γεύματα την ημέρα και ανάμεσα σε αυτά τα γεύματα να καταναλώνουμε σνακ. Δυστυχώς, η προσέγγιση αυτή συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Όπως εξήγησαν, το παραπάνω πλάνο διατροφής αποτρέπει τη μείωση των επιπέδων της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ όταν τα γεύματα που καταναλώνονται δεν είναι υγιεινά, τότε μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος αντίστασης στην ινσουλίνη και διαβήτη τύπου 2.

«Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να χάσουν βάρος. Δεν δίνουν στον οργανισμό τους την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις αποθήκες του λίπους. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί αν περιορίσουμε τον αριθμό των γευμάτων που καταναλώνουμε κάθε μέρα», υποστήριξαν οι συγγραφείς.

Από τις αναλύσεις που έκαναν, διαπίστωσαν ότι η διαλειμματική νηστεία επιτρέπει στον οργανισμό να περιορίσει τα επίπεδα της ινσουλίνης και της γλυκόζης, γεγονός που τελικά βελτιώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, την εγκεφαλική υγεία και το γλυκαιμικό έλεγχο. Μάλιστα αρκετοί άνθρωποι που ακολουθούν αυτό το πλάνο διατροφής περιορίζουν και την κατανάλωση θερμίδων χωρίς αυτό να είναι ο αρχικός τους στόχος.

Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η διαταραχή του προγράμματος διατροφής μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα επίπεδα των μικροβίων στο έντερο. Ωστόσο, στην παρούσα ανάλυση διαπιστώθηκε ότι η διαλειμματική νηστεία βελτιώνει την υγεία το μικροβιώματος περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο μεταβολικών νόσων.

Επιπλέον, η ομάδα παρατήρησε ότι η διαλειμματική νηστεία μπορεί να βελτιώσει τη ρύθμιση των ορμονών που συνδέονται με την όρεξη.

Μία σημαντική παρατήρηση της ανάλυσης ήταν ότι ακραίες μορφές της διαλειμματικής νηστείας, όπως για παράδειγμα η νηστεία για 24 ώρες ή περισσότερο, ήταν επιβλαβείς για τον οργανισμό.

«Η παχυσαρκία αποτελεί μία παγκόσμια επιδημία σήμερα, ιδιαίτερα στις χώρες του Δυτικού κόσμου. Όταν αρχίσαμε να εξερευνούμε τη διαθέσιμη βιβλιογραφία παρατηρήσαμε ότι ο άνθρωπος στα αρχαία χρόνια δεν έκανε τόσο πολλά γεύματα κάθε μέρα. Αυτό άρχισε να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ωστόσο όπως φαίνεται η σηματοδότηση εντέρου-εγκεφάλου δεν έχει προσαρμοστεί ακόμα σε αυτό το πλάνο διατροφής», υποστήριξαν οι συγγραφείς.

Καταλήγοντας, η ομάδα τόνισε ότι δεν είναι δυνατό να συνιστούμε ένα πλάνο διατροφής για όλους, καθώς ο κάθε οργανισμός έχει διαφορετικές μεταβολικές ανάγκες. Ωστόσο, όπως φαίνεται ο περιορισμός του αριθμού των γευμάτων μπορεί να βοηθήσει τους περισσότερους ανθρώπους και ιδιαίτερα αυτούς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν παχυσαρκία ή διαβήτη τύπου 2.

Φωτογραφία: Moose Photos

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα