Νέα Ανάλυση: Περιορισμένες οι Επιδράσεις της Πανδημίας στην Ψυχική Υγεία του Πληθυσμού

Η ψυχική υγεία του πληθυσμού δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά εξ’ αιτίας της πανδημίας, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό BMJ.

Αν και ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι γυναίκες, επηρεάστηκαν περισσότερο από άλλες, συνολικά οι νέες διαγνώσεις ψυχιατρικές νόσων έχουν αυξηθεί ελάχιστα, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς.

Σήμερα, αρκετά ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι η COVID-19 έχει επιβαρύνει σημαντικά την ψυχική υγεία σε πληθυσμιακό επίπεδο, ωστόσο οι έρευνες στις οποίες βασίστηκε η παραπάνω θεωρία δεν είχαν καταλήξει σε σαφή αποτελέσματα ή τα αποτελέσματά τους είχαν ερμηνευθεί λανθασμένα.

Το παραπάνω πρόβλημα θέλησε να διορθώσει η νέα ανάλυση στο BMJ, η οποία εξέτασε τα αποτελέσματα 137 ερευνών που είχαν ασχοληθεί με τα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους σε πληθυσμιακό επίπεδο. Η ομάδα συνέκρινε τα ποσοστά αυτά για το διάστημα πριν και μετά την 1η Ιανουαρίου του 2020.

Όλες οι έρευνες που εξετάστηκαν προέρχονται από ανεπτυγμένες χώρες και είχαν δεδομένα για τα ίδια άτομα τόσο πριν όσο και μετά την παραπάνω ημερομηνία.

Οι διαφορές που εξετάστηκαν αποτυπώθηκαν με την κανονικοποιημένη μέση διαφορά (standardized mean difference – SMD). Γενικότερα, οι διαφορές μικρότερες του 0.2 αντιστοιχούν σε περιορισμένη επίδραση, από 0.2 έως 0.5 σε μικρή, από 0.5 έως 0.8 σε μέτρια και από 0.8 και πάνω σε μεγάλη επίδραση.

Στις μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες που εξετάστηκαν στην ανάλυση, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα συμπτώματα άγχους, ενώ στα συμπτώματα κατάθλιψης διαπιστώθηκε μία μικρή επιδείνωση (SMD 0.12).

Η μοναδική πληθυσμιακή ομάδα που παρουσίασε επιδείνωση (αν και μικρή) σε όλους τους δείκτες της ψυχικής υγείας εξ’ αιτίας της πανδημίας ήταν οι γυναίκες. Η παρατήρηση αυτή συμφωνεί με τα αποτελέσματα προηγουμένων ερευνών που είχαν δείξει ότι οι γυναίκες επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία σε σχέση με τους άνδρες.

Τα συμπτώματα κατάθλιψης αυξήθηκαν επίσης ελαφρώς στους ηλικιωμένους και τους φοιτητές, όχι όμως σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες.

Λίγες έρευνες παρατήρησαν επίσης επιδείνωση των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης στους γονείς, αν και οι επιστήμονες της ανάλυσης τόνισαν ότι τα δεδομένα αυτά ήταν χαμηλής ποιότητας.

Μία παρατήρηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους παρουσίασαν βελτίωση στους ασθενείς με ιστορικό διάγνωσης των παραπάνω ψυχικών νόσων πριν την πανδημία. Ωστόσο, και πάλι η παρατήρηση αυτή βασίστηκε σε δεδομένα χαμηλής ποιότητας από 2 μόνο μελέτες.

Αν και η ανάλυση των δεδομένων ήταν αρκετά λεπτομερής, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι ορισμένοι περιορισμοί της έρευνας εξασθενούν την ισχύ των αποτελεσμάτων της. Για παράδειγμα, δεν υπήρχαν καθόλου δεδομένα από αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά ούτε και από τις επιδράσεις της πανδημίας στα παιδιά.

«Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της ανάλυσής μας δείχνουν ότι ο πληθυσμός ήταν αρκετά ανθεκτικός στις επιδράσεις της COVID-19. Ως αποτέλεσμα, η ψυχική υγεία δεν επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό και τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους παρέμειναν σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά που είχαν παρατηρηθεί πριν την πανδημία», τόνισαν οι συγγραφείς.

Καταλήγοντας, η ομάδα υποστήριξε ότι η παρούσα ανάλυση δεν μπορεί να απαντήσει γιατί παρουσιάστηκαν διαφοροποιήσεις στην ψυχική υγεία συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, τονίζοντας ότι το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί από μελλοντικές μελέτες.

Φωτογραφία: Buro Millenial

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα