Νέα Μελέτη Διαχωρίζει την Παχυσαρκία σε 2 Διαφορετικούς Τύπους

Μία νέα έρευνα από τις ΗΠΑ κατάφερε να διαχωρίσει την παχυσαρκία σε 2 διαφορετικούς τύπους, καθένας από τους οποίους έχει ξεχωριστά μοριακά χαρακτηριστικά και επηρεάζει διαφορετικά την υγεία μακροπρόθεσμα. Οι παρατηρήσεις της ομάδας, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature Metabolism, προσφέρουν μία πιο σαφή εικόνα και για την παχυσαρκία και δείχνουν ότι η αντιμετώπιση της νόσου σε κάθε ασθενή θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα.

Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης αρκετά δεδομένα σχετικά με το ρόλο της κληρονομικότητας, αλλά και για τη σύνδεση ανάμεσα στην ινσουλίνη και την παχυσαρκία.

«Σχεδόν 2 δισεκατομμύρια άτομα παγκοσμίως είναι υπέρβαρα, ενώ ο αριθμός των παχύσαρκων ξεπερνά τις 600.000, ωστόσο ακόμα δεν έχουμε κάνει κανένα διαχωρισμό των ασθενών ανάλογα με την αιτιολογία της νόσου», αναφέρουν οι συγγραφείς. «Χρησιμοποιώντας λεπτομερή δεδομένα, δείξαμε για πρώτη φορά ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστοί τύποι παχυσαρκίας, καθένας από τους οποίους έχει τους δικούς του μοριακούς μηχανισμούς, καθώς και διαφορετικές επιδράσεις στην υγεία. Αν καταφέρουμε να φτιάξουμε ένα τεστ που θα ταξινομεί τους ασθενείς στον κάθε τύπο, τότε θα μπορούμε να προσφέρουμε στους γιατρούς ένα εργαλείο που θα τους επιτρέπει να προσφέρουν πιο εξατομικευμένες θεραπείες», πρόσθεσαν.

Αυτή τη στιγμή, η διάγνωση της παχυσαρκίας γίνεται από το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, έχει αρκετές ατέλειες καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς, με αποτέλεσμα συχνά να δίνει λανθασμένα αποτελέσματα.

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη μελέτη TwinsUK, καθώς και δεδομένα από πειραματόζωα στο εργαστήριο, η επιστημονική ομάδα ανακάλυψε 4 μεταβολικού υποτύπους που επηρεάζουν το σωματικό βάρος: 2 οι οποίοι σχετίζονται με την απώλεια βάρους και 2 που σχετίζονται με την παχυσαρκία.

Ο πρώτος από τους δύο τύπους της παχυσαρκίας χαρακτηρίζεται από σημαντική αύξηση στη λιπώδη μάζα, ενώ ο δεύτερος από αύξηση τόσο της λιπώδους όσο και της μυϊκής μάζας. Προς έκπληξή τους, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι ο δεύτερος τύπος συνδέεται με υψηλότερη φλεγμονή σε σχέση με τον πρώτο, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για αρκετά είδη καρκίνου ή άλλων νόσων.

Οι παρατηρήσεις της μελέτης σχετικά με τους δύο τύπους της παχυσαρκίας επιβεβαιώθηκαν σε αρκετούς διαφορετικούς πληθυσμούς τόσο ενηλίκων όσο και παιδιών.

Μετά την ανίχνευση των τύπων της παχυσαρκίας στα παιδιά, οι επιστήμονες αποφάσισαν να επιβεβαιώσουν τις παρατηρήσεις τους σε πειραματόζωα. Η προσέγγιση αυτή τούς επιτρέπει να συγκρίνουν ποντίκια που έχουν πανομοιότυπο γονιδίωμα και λαμβάνουν την ίδια ακριβώς τροφή. Όπως παρατήρησαν, οι φλεγμονώδεις υπότυποι είναι αποτέλεσμα επιγενετικών αλλαγών που συμβαίνουν τυχαία. Επιπλέον, δύο ποντίκια που είχαν πανομοιότυπο γονιδίωμα (ομοζυγωτικοί δίδυμοι) πάντοτε ανήκαν στον ένα από τους 4 υποτύπους που ανακάλυψε η μελέτη χωρίς εξαιρέσεις. Αντίστοιχες ήταν και οι παρατηρήσεις σε ένα δείγμα 150 ανθρώπων που ήταν ομοζυγωτικοί δίδυμοι, γεγονός που πρακτικά επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα της μελέτης.

«Τα πειράματα που κάναμε στο εργαστήριο ουσιαστικά επιβεβαίωσαν αυτό που είδαμε στους ανθρώπους εθελοντές. Και πάλι ήταν εμφανείς δύο διαφορετικοί τύποι παχυσαρκίας, ένας εκ των οποίων είχε επιγενετική βάση και τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η αύξηση της φλεγμονής, η αύξηση τις μυϊκής και της λιπώδους μάζας, καθώς και τα υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης», τόνισαν οι συγγραφείς.

Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε εθελοντή, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι μόλις το 30-50% της εικόνας κάθε ανθρώπου συνδέεται με γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο ποσοστό αποδίδεται σε ένα φαινόμενο που λέγεται ανεξήγητη φαινοτυπική διαφοροποίηση (unexplained phenotypic variation – UPV).

Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι οι ρίζες του UPV βρίσκονται στην επιγενετική, δηλαδή τους μηχανισμούς που καθορίζουν πότε και σε ποιο βαθμό μεταφράζονται οι οδηγίες που περιέχει το DNA. Οι επιγενετικοί μηχανισμοί είναι αυτοί που τελικά εξηγούν γιατί άτομα με πανομοιότυπο DNA, όπως οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι, μπορεί να παρουσιάσουν διαφορετικά χαρακτηριστικά μεγαλώνοντας, όπως για παράδειγμα το χρώμα των ματιών ή των μαλλιών. Η επιγενετική δημιουργεί επίσης αρκετές ευκαιρίες για εξατομικευμένες θεραπείες.

«Είναι δύσκολο να εξετάσουμε τους επιγενετικούς μηχανισμούς, ωστόσο αν καταφέρουμε να επιτύχουμε τον παραπάνω στόχο, τα οφέλη θα είναι τεράστια. Η επιγενετική μπορεί να λειτουργήσει ως διακόπτης που ‘ενεργοποιεί’ ή ‘απενεργοποιεί’ συγκεκριμένα γονίδια, γεγονός που θεωρητικά μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε πολλά νοσήματα. Οι θεραπείες που χορηγούνται σήμερα δεν λαμβάνουν υπόψη τους μηχανισμούς της επιγενετικής, ωστόσο αν αυτό γίνει στο μέλλον, τότε θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ευκολότερα αρκετές διαφορετικές παθήσεις», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: SHVETS production

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα