Νέα Δεδομένα για τη Σύνδεση Εντερικού Μικροβιώματος και Παχυσαρκίας

Μία νέα μελέτη κατάφερε να αποκαλύψει ένα μοριακό μηχανισμό που συνδέει το εντερικό μικροβίωμα με τα επίπεδα του λίπους στον οργανισμό μας. Τα τελευταία χρόνια έρχονται συνεχώς στο φως όλο και περισσότερα δεδομένα σχετικά με το ρόλο των βακτηρίων, μυκήτων και παρασίτων του εντέρου στη διατήρηση της υγείας μας.

Πρόσφατες μελέτες έδειξαν, μάλιστα, ότι η αύξηση ή ακόμα και η μείωση του σωματικού βάρους μπορεί να συνδέεται με συγκεκριμένη σύνθεση του μικροβιώματος στο έντερο.

Η κατακόρυφη αύξηση στα περιστατικά παχυσαρκίας που παρατηρείται σήμερα, συνοδεύεται και από μεγάλες αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα. Ωστόσο, η παχυσαρκία (και οι επιπλοκές που τη συνοδεύουν, όπως ο διαβήτης και η καρδιαγγειακή νόσος) είναι μία ιδιαίτερα σύνθετη νόσος που δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε ένα αίτιο.

Τελευταίες μελέτες έδειξαν περίπου το 10% των μεταβολικών μορίων στα πειραματόζωα προέρχεται από το μικροβίωμα του εντέρου. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη βάση της παρούσας μελέτης η οποία θέλησε να εξετάσει περισσότερο τη σύνδεση αυτή.

Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, το μόριο δέλτα-βαλεροβηταΐνη μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της καρνιτίνης.

Η καρνιτίνη φυσιολογικά μεταφέρει τα μακρά μόρια λίπους στα μιτοχόνδρια, όπου διασπάται με σκοπό να παραχθεί ενέργεια. Στα πλαίσια της μελέτης τους οι επιστήμονες χορήγησαν δέλτα-βαλεροβηταΐνη σε ποντίκια που έκαναν δυτική δίαιτα και διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν χωρίς επαρκείς ποσότητες καρνιτίνης. Τα ποντίκια αυτά αύξησαν το σωματικό τους βάρος και παρουσίασαν λιπώδη διήθηση του ήπατος, ενώ τα ποντίκια που έκαναν υγιεινή διατροφή διατήρησαν το σωματικό τους βάρος.

Αν και ο μηχανισμός αυτός προφανώς θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από μελλοντικές μελέτες στον άνθρωπο, η σύνδεση ανάμεσα στα επίπεδα της δέλτα-βαλεροβηταΐνης, της καρνιτίνης και των επιπέδων του σωματικού λίπους αποτυπώνεται σαφώς στην παρούσα μελέτη.

Σε μία μικρή κλινική δοκιμή που έκανε η ίδια ομάδα με 214 ανθρώπους εθελοντές, διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα της δέλτα-βαλεροβηταΐνης στο αίμα ήταν 40% μειωμένα στους ασθενείς με δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) πάνω από 30, συγκριτικά με αυτούς που είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι πιθανώς ορισμένα βακτήρια παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες δέλτα-βαλεροβηταΐνης σε σχέση με άλλα. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τη σύνθεση του μικροβιώματος, όπως η διατροφή, μπορούν να επηρεάσουν και το βάρος μας.

Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, η Jane Ferguson από το Πανεπιστήμιο του Vanderbilt τόνισε ότι η δέλτα-βαλεροβηταΐνη βρίσκεται σε αρκετά τρόφιμα, μεταξύ των οποίων το κρέας και το γάλα, ενώ έχει συνδεθεί στο παρελθόν και με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.

Όπως τόνισαν οι συγγραφείς της παρούσας μελέτης, η ευαισθησία των θηλαστικών στη δέλτα-βαλεροβηταΐνη προφανώς είναι απόρροια της εξέλιξης και έγινε με σκοπό να αυξηθεί η αποθήκευση λίπους έτσι ώστε ο οργανισμός να μπορεί να επιβιώσει σε περιόδους έλλειψης τροφής.

«Οι παρατηρήσεις της μελέτης μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τους επαγγελματίες υγείας που προσπαθούν να αναπτύξουν εξατομικευμένες προσεγγίσεις για την απώλεια βάρους στους ασθενείς τους», αναφέρουν οι συγγραφείς. «Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα αρκετά που δεν γνωρίζουμε για τη δέλτα-βαλεροβηταΐνη επομένως είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να γίνουν κι άλλες, πιο λεπτομερείς μελέτες στο μέλλον».

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Metabolism.

Φωτογραφία: Andres Ayrton / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα