Η Πρόληψη του Καρκίνου Πρέπει να Ξεκινά Πριν τη Γέννηση

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί αλματώδης πρόοδος στην αντιμετώπιση του καρκίνου. Πρόσφατα πεδία έρευνας, όπως η ανοσοθεραπεία έχουν δώσει ελπίδα σε ασθενείς που αναζητούν νέες θεραπείες για την αντιμετώπιση της νόσου. Τα βελτιωμένα φάρμακα και θεραπείες έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση την θνησιμότητας για το σύνολο σχεδόν των καρκίνων της παιδικής ηλικίας. Ωστόσο, οι θεραπείες αυτές συχνά είναι ιδιαίτερα ακριβές (σωματικά, ψυχικά και οικονομικά) για τους καρκινοπαθείς και τις οικογένειές τους. Εκτός από τις θεραπείες, ωστόσο, πρέπει να επικεντρωθούμε και στην αναζήτηση τροποποιησίμων παραγόντων κινδύνου για την πρόληψη του καρκίνου. Σύμφωνα με τελευταία δεδομένα, η πρόληψη του καρκίνου μπορεί να ξεκινήσει από την εμβρυϊκή ζωή.

Η έκθεση σε διάφορους παράγοντες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή τα πρώτα έτη της ζωής μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την μελλοντική υγεία ενός ατόμου. Το 1990, ο Βρετανός επιδημιολόγος Ντέιβιντ Μπάρκερ πρότεινε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως υπόθεση του Μπάρκερ. Ο Μπάρκερ υποστήριξε ότι η καθυστέρηση της ανάπτυξης μέσα στη μήτρα, η οποία οδηγεί σε μειωμένο βάρος γέννησης, αποτελεί αιτία για αρκετά χρόνια νοσήματα στη μέση ηλικία. Στην έρευνά της, η Σάινα Στέισι εξέτασε την επίδραση των παραγόντων αυτών στην υγεία των παιδιών, καθώς και στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.

Σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου στην παιδική ηλικία, με εξαίρεση τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η φυλή και η ηλικία της μητέρας. Επιπλέον, όσοι επιβιώνουν από έναν καρκίνο στην παιδική ηλικία αντιμετωπίζουν στο μέλλον αυξημένο κίνδυνο δευτερογενούς καρκινογένεσης καθώς και καρδιακής νοσηρότητας και θνησιμότητας ακόμα και μετά την ηλικία των 50 ετών. Η έγκαιρη πρόληψη των καρκίνων της παιδικής ηλικίας έχει επομένως μεγάλη σημασία καθώς μειώνει τόσο τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου όσο και μίας σειράς επιπλοκών που μπορεί να εμφανιστούν αργότερα.

Ο στόχος της έρευνας είναι να ανακαλύψει στρατηγικές πρόληψης και παρεμβάσεις για το σύνολο του πληθυσμού. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται είναι: Ποιοι παράγοντες κινδύνου μπορούν να ελεγχθούν πριν ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για να μειωθεί συνολικά η συχνότητα των καρκίνων της παιδικής ηλικίας; Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν δεδομένα από αρκετές βάσεις δεδομένων για να εξετάσουν τις επιδράσεις των παραγόντων αυτών σε πληθυσμιακό επίπεδο.

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ, η Στέισι και οι συνεργάτες της ταυτοποίησαν την παχυσαρκία της εγκύου ως πιθανό παράγοντα κινδύνου για τη λευχαιμία στα παιδιά. Η μελέτη τους ήταν μία έρευνα παρατήρησης. Οι επιστήμονες ξεχώρισαν, δηλαδή, ορισμένους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου κατά τη γέννηση ενός παιδιού και στη συνέχεια παρακολούθησαν την πορεία του μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος καρκίνος της παιδικής ηλικίας ή μέχρι το τέλος της έρευνας. Ακόμα και όταν έλαβαν υπόψη τους παράγοντες που αποδεδειγμένα μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο λευχαιμίας, όπως η ηλικία της μητέρας, η φυλή και το υψηλό βάρος γέννησης, τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες με δείκτη μάζας σώματος 40 ή περισσότερο πριν την εγκυμοσύνη, είχαν 57% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λευχαιμίας.

Όπως δήλωσαν οι επιστήμονες, το πραγματικό ποσοστό αυξημένου κινδύνου στον πληθυσμό κυμαίνεται ανάμεσα σε 12 και 120%. Η ισχύς της σύνδεσης αυτής είναι ανάλογη με τους αποδεδειγμένους παράγοντες κινδύνου για τη λευχαιμία, όπως η ηλικία της μητέρας, παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου κατά 54%. Ο κίνδυνος δεν ήταν ωστόσο τόσο υψηλός όσο ο αντίστοιχος κίνδυνος σε παιδιά με συγκεκριμένες γενετικές ανωμαλίες, τα οποία είχαν σχεδόν 10πλάσιο κίνδυνο λευχαιμίας σε σύγκριση με τα υγιή παιδιά.

Η παχυσαρκία, η οποία ενοχοποιείται για μία σειρά χρονίων παθήσεων, μεταξύ των οποίων και αρκετές μορφές καρκίνου της ενήλικης ζωής, μπορεί να αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου για τους καρκίνους της παιδικής ηλικίας. Ιδιαίτερα η παχυσαρκία της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη φαίνεται ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης λευχαιμίας στα παιδιά της. Οι ερευνητές τόνισαν ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες έρευνες για να επιβεβαιωθεί η σύνδεση ανάμεσα στην παχυσαρκία της μητέρας και τον κίνδυνο καρκίνου της παιδικής ηλικίας.

Πρέπει επίσης να δειρευνηθούν οι μηχανισμοί που μπορεί να εξηγούν την παραπάνω σύνδεση. Ωστόσο, προς το παρόν φαίνεται ότι η παχυσαρκία της μητέρας πριν την εγκυμοσύνη αποτελεί έναν τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για τη μείωση των ποσοστών καρκίνου της παιδικής ηλικίας.

Βιβλιογραφία: Scientific American

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα