Εντερικό Μικροβίωμα: Πώς Συνδέεται με τον Κίνδυνο Νόσου του Parkinson;

Σήμερα, γνωρίζουμε ότι οι ασθενείς που πάσχουν από νόσο του Parkinson έχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εντερικό τους μικροβίωμα συγκριτικά με άτομα που δεν πάσχουν από τη νόσο. Μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο περιοδικό Nature Communications υποστηρίζει ότι οι παραπάνω αλλαγές είναι ανιχνεύσιμες στο μικροβίωμα πολύ πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων της νόσου.

Αν καταφέρουμε να προσδιορίσουμε ποια είναι τα βακτήρια του εντέρου που συνδέονται με την εμφάνιση της νόσου, τότε θα μπορούμε να αναπτύξουμε στοχευμένες θεραπείες ή άλλες προσεγγίσεις πρόληψης.

Οι επιστήμονες της μελέτης εξέτασαν το εντερικό μικροβίωμα ασθενών με πρώιμη νόσο του Parkinson, διαταραχές του ύπνου REM (RBD), τους συγγενείς των παραπάνω ασθενών, καθώς και υγιείς εθελοντές προκειμένου να εξετάσουν τη σύνδεση ανάμεσα στα βακτήρια του εντέρου και τη νόσο του Parkinson ή την RBD.

Όπως διαπίστωσε η ομάδα, τόσο στους ασθενείς με νόσο του Parkinson όσο και στους ασθενείς με RBD παρατηρήθηκε μείωση στα επίπεδα ορισμένων ωφελίμων βακτηρίων και αύξηση σε συγκεκριμένα επιβλαβή βακτήρια. Αντίστοιχες αλλαγές παρατηρήθηκαν και στους συγγενείς των ασθενών με RBD.

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, από τις παραπάνω αναλύσεις προέκυψαν συνολικά 12 βιοδείκτες οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να χρησιμοποιηθούν για το διαχωρισμό των ασθενών με RBD από υγιείς εθελοντές.

Οι πρωτεΐνες της α-συνουκλεΐνης συμμετέχουν στην επικοινωνία των νευρικών κυττάρων, ωστόσο στους ασθενείς με νόσο του Parkinson σχηματίζουν ινώδεις δομές που προκαλούν βλάβες στους ιστούς. Ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς παρουσιάζουν τρόμο ή απώλεια της κινητικότητας. Δεδομένα από έρευνες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι η διαδικασία αυτή ξεκινά στο έντερο και ακολούθως εξαπλώνεται στον εγκέφαλο.

«Αν αναλογιστούμε ότι η παθολογία της α-συνουκλεΐνης στο έντερο εμφανίζεται αρκετά χρόνια πριν την εμφάνιση της νόσου του Parkinson, τότε καταλαβαίνουμε ότι είναι σημαντικό να εξερευνήσουμε περισσότερο την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο εντερικό μικροβίωμα και τον ξενιστή», υποστηρίζει η ομάδα της έρευνας.

Μέχρι και 20 χρόνια πριν τη διάγνωση της νόσου του Parkinson αρκετοί ασθενείς παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα από τους μύες, τις αισθήσεις ή τον εγκέφαλο. Οι διαταραχές του ύπνου και ιδιαίτερα η RBD, έχουν επίσης προγνωστική ισχύ για την εμφάνιση της νόσου του Parkinson. Συγκεκριμένα, δεδομένα έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των ασθενών με RBD τελικά θα διαγνωστούν με νόσο του Parkinson ή άνοια με σωμάτια Lewy.

Μία πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της RBD σε στενούς συγγενείς ασθενών που έχουν διαγνωστεί με τη νόσο πιθανώς συνδέονται με συγκεκριμένες αλλαγές στο μικροβίωμα. Κατά συνέπεια, η ομάδα θεώρησε ότι ίσως και οι συγγενείς των ασθενών αυτών έχουν σημασία στην εξερεύνηση των προγνωστικών παραγόντων για την εμφάνιση της νόσου του Parkinson.

Προκειμένου να εξερευνήσουν περισσότερο την παραπάνω σύνδεση, οι επιστήμονες της μελέτης ανέλυσαν δείγματα κοπράνων από 441 εθελοντές στην περιοχή του Χονγκ Κονγκ. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε 4 ομάδες:

  • Ασθενείς με RBD
  • Εθελοντές με οικογενειακό ιστορικό της νόσου
  • Ασθενείς με συμπτώματα νόσου του Parkinson για <5 χρόνια
  • Υγιείς εθελοντές

Η ομάδα εξέτασε τους πληθυσμούς από 84 οικογένειες βακτηρίων στις 4 παραπάνω ομάδες, κάνοντας παράλληλα προσαρμογή για διάφορους παράγοντες.

Από τις αναλύσεις της ομάδας διαπιστώθηκε ότι η σύνθεση του μικροβιώματος στους ασθενείς με πρώιμη νόσο του Parkinson ήταν διαφορετική από αυτή της ομάδας ελέγχου. Οι ασθενείς με RBD είχαν παρόμοιο μικροβίωμα με αυτό των ασθενών με νόσο του Parkinson, αλλά πολύ διαφορετικό σε σχέση με αυτό της ομάδας ελέγχου ή των συγγενών με ασθενείς RBD.

Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε σημαντική μείωση των βακτηρίων που παράγουν λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (SCFA), τα οποία διατηρούν τον εντερικό φραγμό και προσφέρουν συγκεκριμένες αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Η μείωση του πληθυσμού των παραπάνω βακτηρίων έχει συνδεθεί με μεγαλύτερη διαπερατότητα του εντέρου και αύξηση των επιπέδων της α-συνουκλεΐνης στο έντερο.

Μία άλλη παρατήρηση ήταν ότι οι ασθενείς με νόσο του Parkinson είχαν τα υψηλότερα επίπεδα βακτηρίων Collinsella, ενώ τα επίπεδα των βακτηρίων αυτών στους ασθενείς με RBD ήταν ελαφρώς χαμηλότερα.

Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τεχνικές μηχανικής μάθησης, οι επιστήμονες προσπάθησαν να κάνουν προβλέψεις σχετικά με διάφορους βιοδείκτες της RBD. Στα μοντέλα που δημιούργησαν ξεχώρισαν συνολικά 36 οικογένειες βακτηρίων και 88 βακτήρια τα οποία συνδέθηκαν με αυξημένο κίνδυνο νόσου του Parkinson.

Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι ως μελέτη παρατήρησης δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι οι έρευνες για την πρόληψη της νόσου του Parkinson είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς οι ασθενείς έχουν χάσει ήδη το 60-80% των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη όταν τίθεται η διάγνωση της νόσου.

Φωτογραφία: SAM LIN

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα