Μπορεί η Διπολική Διαταραχή να Διαγνωστεί με μία Εξέταση Αίματος;

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Cambridge ανέπτυξαν προσφάτως μία νέα εξέταση αίματος που μπορεί να διαγνώσει τη διπολική διαταραχή, ανιχνεύοντας συγκεκριμένους βιοδείκτες που συνδέονται με τη νόσο.

Αν και η εξέταση αυτή από μόνη της έχει σχετικά χαμηλή ακρίβεια (30%), είναι πολύ πιο αποτελεσματική όταν συνδυάζεται με μία ψηφιακή εξέταση της ψυχικής υγείας. Μάλιστα, αρκετοί ασθενείς που είχαν διαγνωστεί στο παρελθόν με μείζονα κατάθλιψη, τελικά είχαν διπολική διαταραχή, όπως έδειξε η νέα αυτή εξέταση.

Ο διαχωρισμός της μείζονος κατάθλιψης και της διπολικής διαταραχής αποτελεί μία σημαντική πρόκληση για τους ψυχιάτρους, καθώς οι δύο παθήσεις συχνά έχουν παρόμοια συμπτώματα, αλλά χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση.

Αν και η εξέταση αίματος βρίσκεται ακόμα στα πρώιμα στάδια, ενδεχομένως θα μπορούσε κάποια στιγμή να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό εργαλείο διάγνωσης στην κλινική πράξη, όπως υποστηρίζει η επιστημονική ομάδα στο περιοδικό JAMA Psychiatry.

Η διπολική διαταραχή επηρεάζει περίπου το 1% του παγκοσμίου πληθυσμού, ωστόσο περίπου το 40% των ασθενών που πάσχουν από τη νόσο τελικά θα διαγνωστούν λανθασμένα με μείζονα κατάθλιψη.

«Οι ασθενείς με διπολική διαταραχή παρουσιάζουν εναλλαγές επεισοδίων χαμηλής διάθεσης και επεισοδίων μανίας. Αν επισκεφθούν τον γιατρό κατά τη διάρκεια των πρώτων, τότε πιθανώς θα διαγνωστούν λανθασμένα με μείζονα κατάθλιψη», τονίζουν οι συγγραφείς.

«Αν ένας ασθενής με διπολική διαταραχή πάρει αντικαταθλιπτικά χωρίς κάποιο σταθεροποιητικό του συναισθήματος, μπορεί να παρουσιάσει επεισόδια μανίας», πρόσθεσαν.

Η καλύτερη προσέγγιση για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής είναι μία πλήρης ψυχιατρική εκτίμηση, ωστόσο η τελευταία χρειάζεται χρόνο και δεν είναι πάντοτε εύκολο να γίνει.

«Προφανώς, η ψυχιατρική εκτίμηση είναι καλύτερη επιλογή, ωστόσο η ικανότητα να διαγνώσουμε τη διπολική διαταραχή με μία εξέταση αίματος έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς έτσι θα μπορούμε να δώσουμε γρηγορότερα τα σωστά φάρμακα στους ασθενείς», εξηγούν οι συγγραφείς.

Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν συνολικά περίπου 3000 εθελοντές, οι οποίοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια εκτίμησης της ψυχικής υγείας. Τα τελευταία είχαν περίπου 600 ερωτήσεις από τις οποίες εξετάστηκαν τα συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και μανίας, καθώς και το ιστορικό των ασθενών.

Η ανάλυση των δειγμάτων αίματος που έδωσαν οι εθελοντές έδειξε ότι αυτοί που πάσχουν από διπολική διαταραχή έχουν ένα συγκεκριμένο προφίλ βιοδεικτών, ακόμα και μετά την προσαρμογή για τη φαρμακευτική αγωγή του κάθε ασθενούς.

Μάλιστα, ο συνδυασμός της εξέτασης αίματος με τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι εθελοντές, κατάφερε να διαγνώσει ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών, ακόμα και περιστατικά όπου η διάγνωση ήταν σχετικά δύσκολη.

«Εξετάζοντας ξεχωριστά τα δύο εργαλεία θα λέγαμε ότι τα ερωτηματολόγια είχαν υψηλότερη ακρίβεια στη διάγνωση της νόσου σε σχέση με την εξέταση αίματος. Ωστόσο, ιδανικά πιστεύουμε ότι οι δύο προσεγγίσεις θα πρέπει να γίνονται μαζί, καθώς ο συνδυασμός αυτός έδωσε τη μεγαλύτερη ακρίβεια», τονίζουν οι συγγραφείς.

«Μας προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένοι ασθενείς προτιμούσαν την εξέταση αίματος καθώς αυτή έδινε ένα αντικειμενικό εύρημα που μπορούσαμε να εξηγήσουμε στον ασθενή. Οι ψυχιατρικές παθήσεις έχουν βιολογική βάση και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να θυμούνται τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς», υποστήριξαν οι επιστήμονες.

Καταλήγοντας, τόνισαν ότι η εξέταση που ανέπτυξαν θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιηθεί και ως οδηγός για την ανάπτυξη φαρμάκων που θα στοχεύουν τα επίπεδα συγκεκριμένων βιοδεικτών.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα