Διαβήτης και Βακτήρια του Εντέρου: Τι Έδειξε Νέα Μεγάλη Μελέτη

Ο διαβήτης τύπου 2 είναι μία νόσος που αποδίδεται στη μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης ή στην αδυναμία του οργανισμού να χρησιμοποιήσει την ορμόνη, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.

Ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη είναι η ηλικία άνω των 45 ετών, η παχυσαρκία και το οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 2 σε συγγενή πρώτου βαθμού.

Ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες κινδύνου για το διαβήτη είναι τροποποιήσιμοι. Για παράδειγμα, μία έρευνα του 2022 έδειξε ότι η υγιεινή διατροφή μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου μέχρι 30%.

Τα τελευταία χρόνια αρκετοί επιστήμονες προσπαθούν να εξερευνήσουν αν το εντερικό μικροβίωμα, δηλαδή τα δισεκατομμύρια μικρόβια που βρίσκονται στο έντερο του ανθρώπου, μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.

Μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο επιστημονικό περιοδικό Diabetes διαπίστωσε ότι 10 είδη βακτηρίων συνδέονται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.

Ο Ρόλος του Εντερικού Μικροβιώματος

Όπως παρατήρησαν οι συγγραφείς της παραπάνω μελέτης, οι εθελοντές με τα υψηλότερα επίπεδα βακτηρίων του γένους Coprococcus είχαν τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη.

Αντιθέτως, οι εθελοντές με τα υψηλότερα επίπεδα των βακτηρίων Flavonifractor είχαν τη χαμηλότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη.

«Η αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη δείχνει ότι ο οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει επαρκώς την ορμόνη. Αντιθέτως, η χαμηλή ευαισθησία (ή ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη) αναφέρεται στην ελλιπή απόκριση των ιστών στην παραπάνω ορμόνη. Οι ασθενείς με ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες της ορμόνης. Όταν η παραγωγή της ινσουλίνης δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού εξ’ αιτίας της ανθεκτικότητας, εμφανίζεται διαβήτης τύπου 2», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Αναζητώντας τα Κατάλληλα Βακτήρια

Τα τελευταία χρόνια, αρκετές έρευνες διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 έχουν χαμηλότερα επίπεδα βακτηρίων που παράγουν βουτυρικό οξύ. Τα βακτήρια αυτά γνωρίζουμε σήμερα ότι ενισχύουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειώνουν τον κίνδυνο διαβήτη.

Η νέα μελέτη διαπίστωσε, ωστόσο, ότι ορισμένα βακτήρια που παράγουν βουτυρικό οξύ μπορεί να αυξήσουν την ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη.

«Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθώς δείχνει ότι αν θέλουμε να αποτρέψουμε την εμφάνιση του διαβήτη στοχεύοντας βακτήρια στο έντερο, θα πρέπει να κάνουμε πολύ προσεκτική επιλογή των βακτηρίων που θα ενισχύσουμε», τόνισαν οι συγγραφείς.

Γενετικές Αναλύσεις στο Εντερικό Μικροβίωμα

Για την έρευνά τους, οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα για 353 εθελοντές που δεν είχαν ιστορικό διάγνωσης διαβήτη.

Κανένας από αυτούς δεν είχε παρουσιάσει κάποια σοβαρή νόσο του γαστρεντερικού ούτε είχε λάβει αντιβιοτικά που μπορεί να επηρεάσουν τη σύνθεση του μικροβιώματος.

Οι εθελοντές έκαναν εξετάσεις ανοχής γλυκόζης και συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια.

Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, οι 28 από τους εθελοντές είχαν διαβήτη, ενώ οι 135 είχαν προδιαβήτη. Οι παραπάνω ομάδες ενώθηκαν μεταξύ τους και συγκρίθηκαν με μία ομάδα ελέγχου 189 εθελοντών χωρίς διαβήτη.

Όλοι οι εθελοντές της μελέτης έδωσαν επίσης δείγματα κοπράνων τα οποία οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν για να αναλύσουν το εντερικό τους μικροβίωμα.

Τι Διαπίστωσε η Μελέτη

Από τις αναλύσεις που έκαναν, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι εθελοντές που είχαν διαταρχές στα επίπεδα γλυκόζης αίματος ήταν συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, άνδρες και είχαν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος.

Παρατήρησαν επίσης ότι τα βακτήρια του γένους Coprococcus επηρέαζαν θετικά την ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενώ αυτά του γένους Flavonifractor αύξαναν την ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη.

Περαιτέρω αναλύσεις ανέδειξαν 10 βακτήρια που συνδέονται με μειωμένη πιθανότητα παθολογικών διακυμάνσεων στα επίπεδα της γλυκόζης και 2 βακτήρια που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο.

«Από τις παρατηρήσεις μας φαίνεται ότι η αύξηση των βακτηρίων του γένους Coprococcus και η μείωση των βακτηρίων Flavonifractor μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη», τόνισαν οι επιστήμονες.

Καταλήγοντας υποστήριξαν, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητο να γίνουν και νέες μελέτες οι οποίες θα επιβεβαιώσουν τις παρατηρήσεις της παρούσας έρευνας και θα ορίσουν κατάλληλες οδηγίες για τους ασθενείς.

Φωτογραφία: Mikhail Nilov

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα