Θετικά τα Πρώτα Δείγματα από Νέα Ανοσοθεραπεία για την Αντιμετώπιση του ΣΕΛ

5 ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (ΣΕΛ) παρουσίασαν ύφεση της νόσου μετά από μία μόλις έγχυση τροποποιημένων ανοσιακών κυττάρων, σε μία κλινική δοκιμή η οποία εξέτασε μία προσέγγιση που χρησιμοποιείται συνήθως στην αντιμετώπιση του καρκίνου για την αντιμετώπιση μίας αυτοάνοσης νόσου.

Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι εντυπωσιακά καθώς ανοίγουν ένα νέο δρόμο για την διαχείριση των αυτοάνοσων νοσημάτων, τα οποία, όπως και ο καρκίνος, έχουν γενικά πολύ δύσκολη αντιμετώπιση.

Ο ΣΕΛ, όπως προαναφέρθηκε, είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που επηρεάζει περίπου 1 στους 1000 ανθρώπους, ενώ εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Στα σοβαρά περιστατικά της νόσου, ενδέχεται να προκληθούν σοβαρές βλάβες σε διάφορα όργανα, καθώς και έντονο άλγος στις αρθρώσεις.

Όπως συμβαίνει και σε άλλες αυτοάνοσες νόσους, αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε τα ακριβή αίτια που οδηγούν στην εμφάνιση της νόσου, ωστόσο πιθανώς ενοχοποιούνται τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες.

Τα συμπτώματα της νόσου που συνδέονται με τη φλεγμονή αντιμετωπίζονται συνήθως με στεροειδή ή άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να θεραπεύσουν εντελώς τη νόσο.

Το γεγονός αυτό μπορεί να αλλάξει, ωστόσο, καθώς η νέα κλινική δοκιμή από τη Γερμανία φαίνεται ότι κατάφερε να «επαναφέρει» το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών με ΣΕΛ.

Χρησιμοποιώντας ως βάση θεραπείες γνωστές ως CAR-T (chimeric antigen receptor T-cell therapies), οι οποίες είχαν αποδειχθεί ιδιαίτερα επιτυχείς στην αντιμετώπιση ορισμένων καρκίνων του αίματος, οι επιστήμονες της μελέτης ανέπτυξαν μία αντίστοιχη θεραπεία για το ΣΕΛ, η οποία έχει δοκιμαστεί επιτυχώς μέχρι στιγμής στα πειραματόζωα, σε έναν ασθενή και τώρα σε άλλους 4.

Στα πλαίσια των θεραπειών CAR-T τυπικά απομονώνονται ανοσιακά κύτταρα ενός ασθενούς, τα οποία και τροποποιούνται προκειμένου να αναγνωρίζουν και να καταστρέφουν παθολογικά κύτταρα (είτε καρκινικά είτε ανοσιακά). Ακολούθως τα τροποποιημένα αυτά κύτταρα χορηγούνται πάλι στους ασθενείς.

Στην παρούσα κλινική δοκιμή, η θεραπεία CAR-T είχε ως στόχο τα παθολογικά Β κύτταρα που φέρουν την πρωτεΐνη CD19 στην επιφάνειά τους. Τα κύτταρα αυτά στους ασθενείς με ΣΕΛ παράγουν αυτοαντισώματα που στοχεύουν υγιείς ιστούς του οργανισμού.

Η πρόσδεση των αυτοαντισωμάτων στους ιστούς καθιστά τους τελευταίους στόχο για το ανοσοποιητικό σύστημα, με αποτέλεσμα να προκαλούνται βλάβες στα όργανα, αρθραλγία, αίσθημα κόπωσης και εξανθήματα.

Η χορήγηση της θεραπείας με CAR-T κατάφερε να καταστρέψει εντελώς τα παθολογικά Β λεμφοκύτταρα χωρίς να προκαλέσει σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες στους ασθενείς. Ακολούθως, τα επίπεδα των αυτοαντισωμάτων περιορίστηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και δεν ήταν πλέον ανιχνεύσιμα. Τα συμπτώματα των ασθενών παρουσίασαν επίσης σαφή βελτίωση με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται πλέον φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου.

Αν και προς το παρόν είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για «θεραπεία» της νόσου, τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ ενθαρρυντικά.

Οι 5 ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία (4 γυναίκες και 1 άνδρας) βρίσκονται ακόμα σε ύφεση της νόσου 5-17 μήνες μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Σε αυτό το διάστημα δεν έχουν εμφανίσει ακόμα συμπτώματα, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα των Β λεμφοκυττάρων έχουν αρχίσει ξανά να αυξάνονται.

Τα νέα Β λεμφοκύτταρα σε αυτούς τους ασθενείς, ωστόσο, δεν παράγουν αυτή τη στιγμή αυτοαντισώματα, επομένως αυτό δείχνει ότι πρακτικά το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών «επανήλθε».

«Μας προκάλεσε έκπληξη η αποτελεσματικότητα της θεραπείας που δοκιμάσαμε. Κανένας από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στη μελέτη δεν περίμενε ότι η θεραπεία θα ήταν τόσο αποτελεσματική», τόνισαν οι συγγραφείς.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η θεραπεία με τα CAR-T δεν επηρέασε συνολικά τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά μόνο τα παθολογικά Β λεμφοκύτταρα. Αυτό σημαίνει ότι η ανοσία των ασθενών για λοιμώξεις όπως η ανεμευλογιά, η ιλαρά, η παρωτίτιδα, η ερυθρά ή άλλες νόσους για τις οποίες είχαν εμβολιαστεί οι ασθενείς, δεν επηρεάστηκε.

Προφανώς, η θεραπεία θα πρέπει να εξεταστεί σε μεγαλύτερο δείγμα ασθενών προκειμένου να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα και η διάρκειά της, καθώς και το ποσοστό των ασθενών που αποκρίνονται σε αυτή. Οι νέες αυτές μελέτες θα εξερευνήσουν και τις ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας.

Το τελευταίο εμπόδιο που θα πρέπει να ξεπεραστεί είναι το κόστος. Καθώς οι θεραπείες με CAR-T είναι εξατομικευμένες για κάθε ασθενή και η παραγωγή τους χρειάζεται ειδικές μονάδες, πιθανώς θα χορηγούνται μόνο ως τελευταία επιλογή σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε άλλες θεραπείες.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Medicine.

Φωτογραφία: Daniel Frank

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα