ΣΕΛ: Θετικά τα Πρώτα Δείγματα από τις Δοκιμές Χαπιού για την Αντιμετώπιση της Νόσου

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που μπορεί να είναι δυνητικά απειλητικό για τη ζωή. Σήμερα, δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη νόσο, επομένως η αγωγή που χορηγείται στους ασθενείς έχει ως στόχο κυρίως τον περιορισμό των συμπτωμάτων της νόσου. Ορισμένα από τα φάρμακα που λαμβάνουν οι ασθενείς είναι ενέσιμα, άλλα έχουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, ενώ κάποια δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο, ξεκίνησε μία κλινική δοκιμή φάσης 2 η οποία εξετάζει ένα νέο φάρμακο στην αντιμετώπιση της νόσου. Το φάρμακο αυτό, το οποίο χορηγείται σε μορφή χαπιού, δοκιμάστηκε ήδη σε πειραματόζωα με επιτυχία αφού κατάφερε όχι μόνο να περιορίσει τα συμπτώματα της νόσου, αλλά και να αποτρέψει την εμφάνισή της.

Τα αποτελέσματα των δοκιμών σε πειραματόζωα καθώς και τα χαρακτηριστικά του χαπιού αυτού θα παρουσιαστούν το φθινόπωρο στο συνέδριο American Chemical Society (ACS).

«Μέχρι σήμερα ελάχιστες θεραπείες είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα του ΣΕΛ, ωστόσο πιστεύουμε ότι το χάπι μας θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της νόσου», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Σήμερα, περίπου 5 εκατομμύρια παγκοσμίως πάσχουν από ΣΕΛ. Η νόσος μπορεί να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα, όπως εξανθήματα, αίσθημα κόπωσης, άλγος, φλεγμονή και ανεπάρκεια οργάνων, όπως οι νεφροί και η καρδιά, γεγονός που τελικά μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο των ασθενών.

Ο ΣΕΛ τυπικά εμφανίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα στοχεύει υγιείς ιστούς του οργανισμού. Πριν από μερικά χρόνια διατυπώθηκε για πρώτη φορά η θεωρία ότι η εμφάνιση της νόσου συνδέεται με τους υποδοχείς TLR 7 και 8, κυτταρικές πρωτεΐνες οι οποίες ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα όταν ανιχνεύσουν ιικό RNA ή φυσιολογικό RNA του οργανισμού το οποίο αναγνωρίζουν λανθασμένα ως ξένο.

«Γενετικές αναλύσεις και κλινικές δοκιμές με ενέσιμα φάρμακα έδειξαν ότι οι υποδοχείς TLR7 και 8 μπορεί να αποτελέσουν στόχους θεραπειών για το ΣΕΛ, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν είχαμε κάποιο φάρμακο που χορηγείται σε μορφή χαπιού και μπορεί να επιτύχει τον παραπάνω στόχο», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Είναι προφανές ότι κάθε νέα προσθήκη στο οπλοστάσιο των γιατρών για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ είναι ευπρόσδεκτο, καθώς αρκετοί ασθενείς σήμερα δεν ανταποκρίνονται στα διαθέσιμα φάρμακα. Τα δύο φάρμακα που έχουν εγκριθεί σήμερα ειδικά για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ είναι το anifrolumab, το οποίο αποκλείει έναν υποδοχέα της ιντερφερόνης, και το belimumab, το οποίο μειώνει τη διάρκεια ζωής των Β λεμφοκυττάρων. Στους ασθενείς μπορεί να χορηγηθούν επίσης άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, ανθελονοσιακά, αντιφλεγμονώδη ή αντιπηκτικά. Το anifrolumab και το belimumab είναι ενέσιμα φάρμακα, ενώ τα ανοσοκατασταλτικά έχουν αρκετές ανεπιθύμητες ενέργειες και δεν έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ.

Κατά συνέπεια, η επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης ξεκίνησε μία αναζήτηση για φάρμακα που μπορούν να αναστείλουν τη σηματοδότηση των TLR7/8. Ακολούθως οι επιστήμονες τροποποίησαν τις δομές των φαρμάκων αυτών με σκοπό να περιορίσουν τις αλληλεπιδράσεις με άλλους υποδοχείς, να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και να καταστήσουν δυνατή τη χορήγηση του φαρμάκου από του στόματος. Το αποτέλεσμα των παραπάνω πειραμάτων ήταν το afimetoran, ένα φάρμακο που μπορεί να προσδεθεί στους υποδοχείς TLR και να αναστείλει τη δράση τους, προσφέροντας οφέλη στους ασθενείς. Μπορεί επίσης να περιορίσει τις ιντερφερόνες (όπως το anifrolumab) και να αποτρέψει τις βλάβες από τα Β λεμφοκύτταρα (όπως το belimumab). Τέλος, μπορεί να αναστείλει την παραγωγή αρκετών προφλεγμονωδών κυτταροκινών που προκαλούν βλάβες στους ασθενείς με ΣΕΛ.

«Το afimetoran κατάφερε να αποτρέψει την εμφάνιση συμπτωμάτων ΣΕΛ σε ποντίκια. Επιπλέον, αντιμετώπισε επιτυχώς τα συμπτώματα των ποντικών που νοσούσαν ήδη από ΣΕΛ, προλαμβάνοντας έτσι το θάνατό τους. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε δει ποτέ ξανά κάποιο τόσο αποτελεσματικό φάρμακο, επομένως οι παρατηρήσεις της μελέτης μας είναι ιδιαίτερα σημαντικές», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η ομάδα παρατήρησε επίσης ότι το afimetoran είναι δυνατό να συνδυαστεί με κορτικοστεροειδή στα ποντίκια. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς θα μπορούν ίσως να περιορίσουν τη δόση των στεροειδών που λαμβάνουν για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς τα στεροειδή έχουν διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως για παράδειγμα αύξηση του σωματικού βάρους, υπέρταση και διαβήτη, καθώς και αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων.

Αυτή τη στιγμή έχουν ήδη ολοκληρωθεί οι κλινικές δοκιμές φάσης 1 για το afimetoran. Οι δοκιμές αυτές έδειξαν ότι η χορήγηση του φαρμάκου καθημερινά σε μία χαμηλή δόση είναι ικανή να αποκλείσει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου τη σηματοδότηση του TLR7/8. Το επόμενο κομμάτι είναι να εξεταστεί η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου σε ασθενείς με ΣΕΛ. Χάρη στο μηχανισμό δράσης του, το φάρμακο ενδεχομένως θα είναι αποτελεσματικό και στην αντιμετώπιση άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η ψωρίαση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς.

Αυτή τη στιγμή, άλλα δύο φάρμακα για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ βρίσκονται σε προχωρημένες κλινικές δοκιμές.

Το πρώτο από αυτά λέγεται deucravacitinib, χορηγείται από του στόματος και αναστέλλει την τυροσινική κινάση 2. Το φάρμακο αυτό εξετάζεται αυτή τη στιγμή σε κλινικές δοκιμές φάσης 3.

Το δεύτερο φάρμακο είναι το enpatoran, έχει αναπτυχθεί από τη Merck και βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη δεύτερη φάση των κλινικών δοκιμών. Το φάρμακο αυτό αναστέλλει τους TLR7/8.

Φωτογραφία: Nataliya Vaitkevich

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα