Νέα Μελέτη: Ο Ιός SARS-CoV-2 Μπορεί να Προκαλέσει Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης

Από την αρχή της πανδημίας υπήρχαν αναφορές για αρκετούς ασθενείς που παρουσίασαν σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μετά τη μόλυνσή τους με τον ιό SARS-CoV-2. Μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, επιβεβαιώνει ότι πράγματι, μερικοί ασθενείς που μολύνονται με τον ιό θα παρουσιάσουν ορισμένα συμπτώματα τα οποία παραπέμπουν σε σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Μάλιστα, η ομάδα της έρευνας περιέγραψε και μία δεύτερη ομάδα ασθενών με παρόμοια συμπτώματα, τα οποία όμως αποδίδονται σε ένα διαφορετικό μηχανισμό.

«Η θεωρία ότι ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο χρόνιας κόπωσης έχει διατυπωθεί από το 1ο κύμα κρουσμάτων της πανδημίας», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης. Τα πρώτα περιστατικά συνδρόμου χρόνιας κόπωσης σε ασθενείς με ιστορικό COVID-19 άρχισαν να παρουσιάζονται από το καλοκαίρι του 2020. Έκτοτε, έρχονται στο φως όλο και περισσότερα δεδομένα που δείχνουν ότι ο ιός πιθανώς συνδέεται με σχέση αιτίας-αποτελέσματος με την εμφάνιση του συνδρόμου.

Ωστόσο, η αναζήτηση των μηχανισμών της παραπάνω σύνδεσης ήταν πρόκληση για την επιστημονική ομάδα της μελέτης, καθώς η έρευνα για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι πολύ περιορισμένη, ενώ σήμερα δεν υπάρχουν και κοινώς αποδεκτά κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου. Η ομάδα της έρευνας έκανε μία ιδιαίτερα λεπτομερή μελέτη κατά την οποία συνέκρινε ασθενείς που παρουσίασαν σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μετά την COVID-19 με ασθενείς που παρουσίασαν το σύνδρομο μετά από άλλες ιογενείς λοιμώξεις.

Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες εξέτασαν 42 ασθενείς που προσήλθαν στο νοσοκομείο με έντονο αίσθημα κόπωσης 6 μήνες μετά τη λοίμωξή τους από COVID-19. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν σημαντική μείωση της λειτουργικότητας και δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στην εργασία τους. Μόλις 3 από τους 42 ασθενείς είχαν νοσηλευτεί για την COVID-19 και κανένας δεν χρειάστηκε εξωτερική χορήγηση οξυγόνου. Οι 32 από τους ασθενείς πληρούσαν τα κριτήρια για την ήπια COVID-19, δηλαδή δεν είχαν πνευμονία, αλλά παρουσίασαν συμπτώματα όπως πυρετό, βήχα, μυαλγίες και αρθραλγίες. Καθώς όλοι οι εθελοντές μολύνθηκαν στο 1ο κύμα της πανδημίας, κανένας δεν είχε εμβολιαστεί.

Στην έρευνα εξετάστηκε επίσης και μία ομάδα ελέγχου 19 ασθενών οι οποίοι παρουσίασαν σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μετά από κάποια άλλη λοίμωξη.

Οι επιστήμονες της μελέτης χρησιμοποίησαν τα ‘Canadian Consensus Criteria’ για τη διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Τα κριτήρια αυτά μπορούν να διαγνώσουν σχεδόν πάντοτε το σύνδρομο και επομένως χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα για αυτό το σκοπό.

Συνολικά, περίπου το 50% των ασθενών με ιστορικό COVID-19 πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου. Στο υπόλοιπο 50%, τα συμπτώματα ήταν μεν παρόμοια, ωστόσο το αίσθημα κακουχίας μετά την άσκηση ήταν ηπιότερο και είχε διάρκεια λίγων ωρών. Με βάση το παραπάνω κριτήριο, οι επιστήμονες κατάφεραν να χωρίσουν τους ασθενείς σε δύο ομάδες.

Εκτός από τα συμπτώματα των ασθενών, οι επιστήμονες εξέτασαν και μία σειρά εργαστηριακούς δείκτες. Ένας από αυτούς ήταν και η μυϊκή δύναμη των χειρών, η οποία ήταν μειωμένη στην πλειοψηφία των ασθενών. Όπως υποστήριξε η ομάδα, οι ασθενείς αυτοί είχαν συχνά αυξημένα επίπεδα της ιντερλευκίνης 8, μίας κυτταροκίνης. Αυτό δείχνει ότι η δυσανεξία στην άσκηση ενδεχομένως αποδίδεται σε μία χρόνια φλεγμονώδη απόκριση.

Στους ασθενείς που διαγνώστηκαν με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης παρατηρήθηκε επίσης σύνδεση ανάμεσα στη μυϊκή δύναμη των χειρών και τα επίπεδα της ορμόνης NT-proBNP, η οποία απελευθερώνεται από τα μυϊκά κύτταρα όταν υπάρχει έλλειψη οξυγόνου. Αυτό δείχνει ότι, σε αυτούς τους ασθενείς, πιθανώς η μυϊκή αδυναμία αποδίδεται σε ελλιπή αιμάτωση.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας αποδεικνύουν για άλλη μία φορά ότι το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν είναι μία ψυχοσωματική νόσος, αλλά μία πάθηση με πραγματικά συμπτώματα που μπορεί να διαγνωστεί με αντικειμενικούς δείκτες. Δυστυχώς, σήμερα οι περισσότερες θεραπείες για το σύνδρομο είναι συμπτωματικές, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την αντιμετώπισή του. Κατά συνέπεια, συνιστούμε ακόμα και οι νεαροί ενήλικες να προστατεύονται από την COVID-19 με κάθε τρόπο, καθώς ακόμα και αυτοί είναι ευάλωτοι στις αρνητικές επιδράσεις του ιού», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: Anete Lusina

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα