COVID-19: 1 στους 3 Ανεμβολίαστους Δεν έχει Ανιχνεύσιμα Αντισώματα 1 Χρόνο μετά τη Λοίμωξη

Μία νέα μελέτη που εξέτασε δεδομένα για τον πληθυσμό της Καταλονίας υπογραμμίζει για ακόμα μία φορά τη σημαντικότητα του εμβολιασμού για την COVID-19, ακόμα και σε αυτούς που έχουν νοσήσει στο παρελθόν από τον ιό. Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό BMC Medicine δείχνει ότι η υβριδική ανοσία έχει μεγαλύτερη διάρκεια και είναι ισχυρότερη σε σχέση με την ανοσία που αποκτούμε μετά από μία λοίμωξη με τον ιό.

Τόσο οι λοιμώξεις όσο και τα εμβόλια για την COVID-19 βοηθούν στην ανάπτυξη ανοσίας της αγέλης σε ένα πληθυσμό. Γνωρίζοντας ποιο ποσοστό του πληθυσμό έχει ανοσία, οι φορείς υγείας μπορούν να αποφασίσουν ευκολότερα σε ποια άτομα θα πρέπει να χορηγηθούν αναμνηστικές δόσεις. Αν και η ανοσία για ένα παθογόνο δεν περιορίζεται στα αντισώματα, η εκτίμηση της ποσότητας των τελευταίων είναι ένας εύκολος τρόπος για να προσδιορίσουμε την ανοσία του πληθυσμού στις επιδημιολογικές μελέτες.

«Οι περισσότερες επιδημιολογικές μελέτες αυτού του είδους στην πανδημίας της COVID-19 είχαν εξετάσει σχεδόν αποκλειστικά επαγγελματίες υγείας, δεν έκαναν διαχωρισμό των εθελοντών ανάλογα με το ιστορικό λοίμωξης ή δεν είχαν κλινικά και ανοσολογικά δεδομένα για τη λοίμωξη», εξηγούν οι συγγραφείς.

Στην παρούσα μελέτη, οι επιστήμονες εξέτασαν ένα μεγάλο πληθυσμιακό δείγμα από την Καταλονία (μελέτη COVICAT, δείγμα GCAT) 6 μήνες μετά την αρχή του εμβολιαστικού προγράμματος, προκειμένου να παρακολουθήσουν την πορεία τα επίπεδα και το είδος των αντισωμάτων ενάντια σε 5 αντιγόνα του ιού (πρωτεΐνη ακίδα, περιοχή RBD, τμήμα S2, πρωτεΐνη Ν και τμήμα της Ν-τελικής περιοχής). Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν επίσης δεδομένα από ερωτηματολόγια, εξετάζοντας παράλληλα και τα ιατρικά αρχεία των εθελοντών προκειμένου να προσδιορίσουν τους παράγοντες που επηρεάζουν την ισχύ και τη διάρκεια της απόκρισης αντισωμάτων σε ανεμβολίαστους και εμβολιασμένους. Στην έρευνα εξετάστηκαν δεδομένα για 1.076 εθελοντές ηλικίας 43-72 ετών.

Από την ανάλυση των δεδομένων οι επιστήμονες κατέληξαν σε 3 πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Αρχικά, στο 36% περίπου των εθελοντών που είχαν ιστορικό COVID-19, αλλά δεν είχαν εμβολιαστεί, δεν υπήρχαν ανιχνεύσιμα αντισώματα για τον SARS-CoV-2 ένα έτος μετά τη λοίμωξη με τον ιό, ιδιαίτερα αν ήταν άνω των 60 ετών και είχαν ιστορικό καπνίσματος.

Δεύτερον, ο εμβολιασμός ενίσχυσε σημαντικά τα επίπεδα των αντισωμάτων στους εθελοντές με ιστορικό λοίμωξης, συγκριτικά με αυτούς που εμβολιάστηκαν αλλά δεν είχαν ιστορικό COVID-19. Μάλιστα, τα επίπεδα των αντισωμάτων ήταν ανάλογα με την ανοσιακή απόκριση που εκδήλωσε ο ασθενής κατά τη διάρκεια της λοίμωξης. «Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημαντικότητα του εμβολιασμού, ακόμα και σε αυτούς που έχουν ιστορικό λοίμωξης, καθώς είναι πλέον σαφές ότι η υβριδική ανοσία είναι πιο αποτελεσματική και έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Φαίνεται επίσης ότι αυτοί που έχουν εμβολιαστεί αλλά δεν νόσησαν από τον ιό θα χρειαστούν ίσως αναμνηστική δόση νωρίτερα από αυτούς που μολύνθηκαν», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η τελευταία παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι το είδος των εμβολίων επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τα επίπεδα των αντισωμάτων. Συγκεκριμένα, το εμβόλιο της Moderna (Spikevax) ήταν αυτό που προκαλούσε την ισχυρότερη απόκριση αντισωμάτων. Ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την απόκριση στον εμβολιασμό είναι η ηλικία άνω των 60 και το ιστορικό ψυχιατρικής διάγνωσης.

Στους εμβολιασμένους, περίπου το 2.1% δεν είχε ανιχνεύσιμα αντισώματα 1 χρόνο μετά τον εμβολιασμό, ενώ μόλις το 1% νόσησε από COVID-19.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες της μελέτης τόνισαν ότι τα δεδομένα τους αφορούν ένα διάστημα πριν το στέλεχος Όμικρον, επομένως οι παρατηρήσεις τους πιθανώς δεν αφορούν το νέο αυτό στέλεχος.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα