Μία ομάδα επιστημόνων από τη Γαλλία κατάφερε να διαχωρίσει τη μυοκαρδίτιδα από την COVID-19 στους ενήλικες σε δύο διαφορετικούς φαινοτύπους, καθένας από τους οποίους έχει ξεχωριστή κλινική εικόνα, ανοσολογικό προφίλ και πρόγνωση.
Η ανακάλυψη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, ο κάθε φαινότυπος χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση.
Ο πρώτος φαινότυπος μυοκαρδίτιδας εμφανίζεται σε ασθενείς με οξεία COVID-19 λοίμωξη εντός λίγων ημερών και αφορά ενήλικες που πληρούν τα κριτήρια της διάγνωσης του συνδρόμου MIS-A+ (multisystem inflammatory syndrome).
Σε αυτούς τους ασθενείς εμφανίζεται συνήθως περιορισμένη συστηματική φλεγμονή χωρίς συμπτώματα από το δέρμα ή τους βλεννογόνους. Η μυοκαρδίτιδα ωστόσο είναι εκτεταμένη και συνδέεται συχνά με βλάβες στο περικάρδιο. Στους ασθενείς που πάσχουν από τη συγκεκριμένη μορφή μυοκαρδίτιδας χρειάζεται συχνά χορήγηση ECMO.
Ο δεύτερος φαινότυπος εμφανίζεται συνήθως μετά την αποδρομή της οξείας λοίμωξης σε ενήλικες που δεν πληρούν τα κριτήρια για τη διάγνωση της MIS-A.
Η νόσος διαγιγνώσκεται αρκετές εβδομάδες μετά τη μόλυνση με τον ιό όταν ο τελευταίος δεν είναι πλέον ανιχνεύσιμος. Ωστόσο, συχνά συνυπάρχει σοβαρή συστηματική φλεγμονή και συμπτώματα από το δέρμα ή τους βλεννογόνους. Η μυοκαρδίτιδα είναι προοδευτική και σπάνια επηρεάζει το περικάρδιο.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American College of Cardiology.
Σχεδιασμός της Έρευνας
Στην έρευνα της επιστημονική ομάδας συμμετείχαν συνολικά 38 ασθενείς χωρίς ιστορικό εμβολιασμού για την COVID-19 που νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΘ από το Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο του 2021 για υποπτευόμενη μυοκαρδίτιδα από την COVID-19.
Η διάγνωση της COVID-19 επιβεβαιώθηκε με PCR ή/και ορολογικές εξετάσεις. Οι ασθενείς ήταν κυρίως άνδρες νεαρής ηλικίας (66%) και η μέση ηλικία τους ήταν τα 27.5 χρόνια. 25 ασθενείς είχαν διαγνωστεί με MIS-A (πρώτη ομάδα), ενώ οι υπόλοιποι δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση του συνδρόμου (δεύτερη ομάδα).
Ανοσολογικές Διαφορές
Το ανοσολογικό προφίλ των ασθενών της ομάδας του MIS-A διέφερε σημαντικά από αυτό των ασθενών της δεύτερης ομάδας.
Στην ομάδα των ασθενών που δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση της MIS-A υπήρχαν αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων για την RNA πολυμεράση ΙΙΙ όταν τέθηκε η διάγνωση της μυοκαρδίτιδας. Αυξημένα ήταν επίσης τα επίπεδα της ιντερφερόνης-α και της ιντερλευκίνης-8 (IL-8).
Αντιθέτως, στους ασθενείς με MIS-A και μυοκαρδίτιδα δεν υπήρχαν αυτοαντισώματα για την RNA πολυμεράση ΙΙΙ, ενώ τα επίπεδα της IL-17 και της IL-22 στο αίμα είχαν αυξηθεί σημαντικά.
«Πιστεύουμε ότι τα επίπεδα της IL-17 και της IL-22 αποτελούν δείκτες για το διαχωρισμό των ασθενών ανάμεσα στα δύο είδη μυοκαρδίτιδας. Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξετάσουν επίσης αν μπορεί να γίνει αντίστοιχος διαχωρισμός και στα παιδιά με MIS-C», αναφέρει η επιστημονική ομάδα.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν επίσης σημαντική αύξηση στα επίπεδα της IL-10 και στις δύο ομάδες ασθενών. Το γεγονός αυτό έχει συνδεθεί στο παρελθόν με εκτεταμένες βλάβες στο μυοκάρδιο και αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε ασθενείς με σοβαρή COVID-19.
Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της έρευνας οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι η επιστημονική ομάδα της μελέτης έκανε εξαιρετική δουλειά και μας βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα τους μηχανισμούς της μυοκαρδίτιδας στους ασθενείς με COVID-19.
Καταλήγοντας υποστήριξαν ότι στο μέλλον θα πρέπει να εξεταστεί αν τα αντιιικά ή οι ανοσορυθμιστικές θεραπείες έχουν καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των παραπάνω ασθενών.
Φωτογραφία: Karolina Grabowska