Μπορεί η COVID-19 να Αυξήσει τον Κίνδυνο Διαβήτη Τύπου 1 στα Παιδιά;

Τα παιδιά με ιστορικό COVID-19 λοίμωξης είχαν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβήτη τύπου 1 κατά τη διάρκεια της πανδημίας συγκριτικά με τα παιδιά που νόσησαν με άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού στο ίδιο διάστημα.

Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε μία νέα μελέτη η οποία εξέτασε δεδομένα για περισσότερα από 500.000 παιδιά. Συγκεκριμένα, τα παιδιά που είχαν νοσήσει με τον SARS-CoV-2 είχαν αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 1 σε σχέση με αυτά που νόσησαν από άλλα παθογόνα, με τη διαφορά αυτή μάλιστα να παραμένει και στις 3 διαφορετικές περιόδους που εξετάστηκαν:

  • 1 μήνα μετά τη λοίμωξη: 96% αυξημένος κίνδυνος
  • 3 μήνες μετά τη λοίμωξη: 110% αυξημένος κίνδυνος
  • 6 μήνες μετά τη λοίμωξη: 83% αυξημένος κίνδυνος

Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open έδειξαν επίσης ότι τα παιδιά που νόσησαν από COVID-19 είχαν γενικά αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβήτη τύπου 1 ακόμα και συγκριτικά με άλλες ομάδες ελέγχου, όπως τα παιδιά με ιστορικό καταγμάτων.

Στις περαιτέρω αναλύσεις τους οι επιστήμονες χώρισαν τα παιδιά σε 2 ηλικιακές ομάδες (0-9 και 10-18 ετών). Και στις δύο παραπάνω ομάδες, τα παιδιά που είχαν ιστορικό COVID-19 τους προηγούμενους 6 μήνες είχαν αυξημένο κίνδυνο σε σχέση με τα παιδιά που νόσησαν από άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Συγκεκριμένα:

  • Για τα παιδιά ηλικίας 0-9 ετών: 73% αυξημένος κίνδυνος
  • Για τα παιδιά ηλικίας 10-18 ετών: 118% αυξημένος κίνδυνος

«Στο παρελθόν διάφορες λοιμώξεις του αναπνευστικού έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 1, ωστόσο στη μελέτη μας παρατηρήσαμε ότι ο κίνδυνος αυτός είναι σημαντικά αυξημένος στα παιδιά που νόσησαν από COVID-19, γεγονός που δημιουργεί ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο αυτοάνοσων νοσημάτων σε αυτό τον πληθυσμό», αναφέρουν οι συγγραφείς.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην απόφαση για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης ή τη χορήγηση θεραπειών στους παιδιατρικούς πληθυσμούς», πρόσθεσαν.

Στη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε γενικά αύξηση στα περιστατικά διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά. Το CDC των ΗΠΑ υποστήριξε με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται ότι τα παιδιά που μολύνθηκαν με τον SARS-CoV-2 έχουν αυξημένη πιθανότητα να διαγνωστούν με διαβήτη, χωρίς ωστόσο να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο διαβήτη τύπου 1 και το διαβήτη τύπου 2.

«Η COVID-19 μπορεί να επηρεάσει σημαντικά αρκετά οργανικά συστήματα στα παιδιά, μεταξύ των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα και το πάγκρεας», εξηγούν οι συγγραφείς.

Όπως υποστήριξαν, είναι σημαντικό να γίνουν άμεσα και νέες μελέτες οι οποίες θα εξετάσουν τα παιδιά για μεγαλύτερη διάρκεια προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αυξημένος κίνδυνος είναι παροδικός ή αν παραμένει μακροπρόθεσμα.

Επιπλέον θα πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχουν αυτή τη στιγμή φάρμακα (πχ. αντιιικά ή αντιφλεγμονώδη) τα οποία μπορεί να χορηγηθούν για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 1 σε παιδιά με ιστορικό COVID-19.

Ακόμη, θα πρέπει να εξερευνήσουμε αν ο διαβήτης τύπου 1 που εμφανίζεται μετά την COVID-19 έχει διαφορές από τον τυπικό διαβήτη τύπου 1.

Τέλος, θα πρέπει να διερευνηθεί αν η COVID-19 αυξάνει και τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά.

Στα πλαίσια της μελέτης τους οι επιστήμονες εξέτασαν ηλεκτρονικά αρχεία από το Global Collaborative Network για 1.091.494 παιδιά που νόσησαν από COVID-19 ή άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού και διαγνώστηκαν σε 74 νοσοκομεία των ΗΠΑ από το Μάρτιο του 2020 μέχρι το Δεκέμβριο του 2021. 285.628 παιδιά με ιστορικό από κάθε λοίμωξη αντιστοιχήθηκαν με ίδιο αριθμό παιδιών που είχαν νοσήσει από άλλα παθογόνα ανάλογα με το ιστορικό διαβήτη ή άλλους παράγοντες. Οι ασθενείς χωρίστηκαν ακολούθως και σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία.

Πάνω από το 50% των παιδιών ήταν καυκάσιοι, ενώ η αναλογία αγοριών/κοριτσιών ήταν περίπου 1:1. Μόλις το 1-2% είχε οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.

6 μήνες μετά τη λοίμωξη, το 0.04% των παιδιών με ιστορικό COVID-19 διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 1, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα παιδιά που νόσησαν με άλλα παθογόνα του αναπνευστικού ήταν 0.03%.

Οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι καθώς η ανάλυσή τους ήταν έρευνα παρατήρησης δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Επιπλέον, καθώς εξέτασε δεδομένα από ηλεκτρονικά αρχεία, δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί το ενδεχόμενο διαγνωστικού λάθους.

 

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα