Νέο Αντιβιοτικό για την Ανεπίπλεκτη Γονόρροια Βρίσκεται στο Στάδιο των Κλινικών Δοκιμών

Ένα νέο αντιβιοτικό που λέγεται zoliflodacin ήταν καλά ανεκτό και μπόρεσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα περισσότερα περιστατικά ανεπίπλεκτης γονόρροιας σε μία κλινική δοκιμή δεύτερης φάσης. Τα αποτελέσματα της παραπάνω μελέτης δημοσιεύτηκαν σήμερα στο New England Journal of Medicine.

Η γονόρροια είναι ένα κοινό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που επηρεάζει τόσο άνδρες όσο και γυναίκες και εμφανίζεται συχνότερα στα άτομα ηλικίας 15-24 ετών. Αν δεν αντιμετωπιστεί, η λοίμωξη από γονόρροια μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, έκτοπη κύηση, υπογονιμότητα και αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης από HIV. Η λοίμωξη μπορεί να μεταφερεθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη με αποτέλεσμα να προκληθεί στο τελευταίο τύφλωση ή να παρουσιάσει απειλητική για τη ζωή λοίμωξη.

Η γονόρροια προκαλείται από το βακτήριο Nesseria gonorrhoeae, το οποίο έχει σταδιακά αναπτύξει αντοχή σε καθένα από τα αντιμικροβιακά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπισή του. Ως αποτέλεσμα, το 2015, το CDC των ΗΠΑ εξέδωσε μία οδηγία, σύμφωνα με την οποία η θεραπεία για τη γονόρροια πρέπει να περιλαμβάνει ταυτόχρονη χορήγηση ενέσιμης κεφτριαξόνης και από του στόματος αζιθρομυκίνης με σκοπό να μειωθεί η συχνότητα της ανθεκτικότητας στην κεφτριαξόνη.

Το zoliflodacin, είναι ένα φάρμακο που αναπτύχθηκε από την Entasis Therapeutics και αποτελεί ένα νέο τύπο από του στόματος αντιβιοτικού, καθώς αναστέλλει τη σύνθεση του DNA με διαφορετικό τρόπο από τα αντιβιοτικά που έχουν εγκριθεί μέχρι σήμερα.

«Η συχνότητα των περιστατικών γονόρροιας έχει αυξηθεί κατά 75% από το 2009 και η αντιμικροβιακή αντοχή έχει μειώσει τον αριθμό των διαθέσιμων θεραπευτικών επιλογών για τη νόσο», είπε ο διευθυντής του NIAID, Άντονι Φάουσι. «Τα ευρήματα της μελέτης που δημοσιεύτηκαν σήμερα δείχνουν ότι το zoliflodacin αποτελεί μία χρήσιμη και εύκολη στη χορήγηση εναλλακτική από του στόματος αντιβιοτικού για τη θεραπεία της γονόρροιας».

Η έρευνα διεξήχθη από το Νοέμβριο του 2014 μέχρι το Δεκέμβριο του 2015. Η επικεφαλής ήταν η Στέφανι Τέιλορ από το Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα. 179 εθελοντές έλαβαν μέρος στην έρευνα (167 άνδρες και 12 γυναίκες). Είχαν ηλικίες από 18-55 ετών και είτε παρουσίαζαν συμπτώματα ανεπίπλεκτης ουρογεννητικής γονόρροιας ή ουρογεννητικής γονόρροιας που δεν είχε χορηγηθεί θεραπεία είτε είχαν σεξουαλική επαφή με ένα ασθενή με γονόρροια τις τελευταίες 14 ημέρες πριν την έναρξη της έρευνας. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα έλαβε μία δόση 2 ή 3γρ από του στόματος zoliflodacin ενώ η δεύτερη μία δόση 500μγ ενέσιμης κεφτριαξόνης. Από τους 117 εθελοντές που εξετάστηκαν 6 ημέρες μετά τη θεραπεία, το 98% αυτών που έλαβαν τη δόση των 2γρ, το 100% αυτών που έλαβαν τη δόση 3γρ και το 100% αυτών που έλαβαν κεφτριαξόνη θεωρήθηκε ότι είχαν θεραπευτεί από τη γονόρροια με βάση τα αποτελέσματα της καλλιέργειας.

Το zoliflodacin μπόρεσε να αντιμετωπίσει όλες τις λοιμώξεις γονόρροιας του ορθού, με ίδια αποτελεσματικότητα με την κεφτριαξόνη. Ωστόσο, δεν ήταν εξίσου αποτελεσματικό στη θεραπεία των ασθενών με γονόρροια του φάρυγγα, καθώς αντιμετώπισε επιτυχώς τη νόσο στο 67% των ασθενών όταν χορηγήθηκε δόση 2γρ και το 78% όταν χορηγήθηκε δόση 3γρ. Η κεφτριαξόνη είχε 100% επιτυχία.

Το zoliflodacin ήταν γενικά καλώς ανεκτό από τους ασθενείς με τη συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια να είναι οι παροδικές ενοχλήσεις από το γαστρεντερικό. Η μικροβιολογική εκτίμηση δειγμάτων μετά τη θεραπεία δεν έδειξε κάποια αντοχή στο zoliflodacin.

Το Μάρτιο του 2018, το NIAID ολοκλήρωσε μία έρευνα που εκτίμησε τη φαρμακοκινητική, την ασφάλεια και την ανοχή του zoliflodacin σε μία δόση. Η έρευνα αυτή χρησιμοποιήθηκε ως γέφυρα από τη κλινική δοκιμή της δεύτερης φάσης προς τον έλεγχο της τρίτης φάσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα. Επιπλέον, το Σεπτέμβριο του 2018, το NIAID ξεκίνησε μία έρευνα φάσης 1 για να εκτιμήσει τις επιδράσεις του φαρμάκου στην καρδιά.

Ο έλεγχος τρίτης φάσης για το φάρμακο θα ξεκινήσει τον επόμενο χρόνο στην Ολλανδία, τη Νότια Αφρική, την Ταϊλάνδη και τις ΗΠΑ.

Βιβλιογραφία: NIH

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα