Ποια Φάρμακα Επηρεάζουν τα Αποτελέσματα των Εργαστηριακών Εξετάσεων;

Οι εργαστηριακές εξετάσεις έχουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων στην κλινική πράξη. Σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 4000 διαφορετικές εργαστηριακές εξετάσεις και, σύμφωνα με δεδομένα ερευνών, το 70% των αποφάσεων βασίζονται στα αποτελέσματα των παραπάνω, επομένως η σωστή ερμηνεία τους έχει μεγάλη σημασία.

Οι φαρμακολογικές επιδράσεις αρκετών φαρμάκων μπορεί, ωστόσο, να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων. Για παράδειγμα, η λεβοθυροξίνη αυξάνει τα επίπεδα των θυρεοειδών ορμονών, ενώ η λισινοπρίλη αυξάνει τα επίπεδα του καλίου. Οι αλλαγές αυτές δεν επηρεάζουν την ακρίβεια της εξέτασης καθώς δεν αλληλεπιδρούν με τα συστατικά της ούτε παρεμβαίνουν στην ίδια την εξέταση.

Παρά τη σημαντικότητά τους, ωστόσο, γνωρίζουμε ελάχιστα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις των περισσοτέρων φαρμκαών με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από case reports για συγκεκριμένα φάρμακα. Το FDA των ΗΠΑ απαιτεί να αναγράφεται αν ένα φάρμακο αλληλεπιδρά με μία εργαστηριακή εξέταση στο φυλλάδιο οδηγιών που περιέχει η συσκευασία του φαρμάκου. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός αναφορικά με τις παραπάνω αλληλεπιδράσεις κατά την ανάπτυξη των φαρμάκων.

Μία μελέτη που εξέτασε 10 κοινά φάρμακα έδειξε ότι για 8 από αυτά δεν αναφέρεται καμία αλληεπίδραση με εργαστηριακές εξετάσεις, για 1 αναφέρεται ότι δεν υπάρχει γνωστή αλληλεπίδραση ενώ 1 αναφέρει μία αλληλεπίδραση. Τα αποτελέσματα φαίνονται στον παρακάτω πίνακα.

Φάρμακο Αναγραφόμενες Αλληλεπιδράσεις
Εισπνεόμενη Αλβουτερόλη Όχι
Αμλοδιπίνη Καμία γνωστή
Ατορβαστατίνη Όχι
Λεβοθυροξίνη Όχι
Λισινοπρίλη Όχι
Λοσαρτάνη Όχι
Μετφορμίνη Όχι
Μετοπρολόλη Όχι
Ομεπραζόλη Ναι
Σιμβαστατίνη Όχι

 

Μία πρόσφατη μελέτη για 1368 φάρμακα διαπίστωσε ότι 134 (9.8%) από αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις με εργαστηριακές εξετάσεις, 31 (2.3%) αναφέρουν ότι το φάρμακο δεν επηρεάζει τις εργαστηριακές εξετάσεις ενώ 4 φάρμακα ανέφεραν ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες.

Οι εργαστηριακές εξετάσεις που βασίζονται σε ανοσοαναλύσεις μπορεί να επηρεαστούν από διάφορα αντισώματα, οδηγώντας σε λανθασμένα αποτελέσματα σε ποσοστά 0.4-4%. Για παράδειγμα, η σπιρονολακτόνη επηρεάζει τις μετρήσεις διγοξίνης ορού σε ορισμένες ανοσοαναλύσεις.

Τα συχνότερα παραδείγματα αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε φάρμακα και εργαστηριακές εξετάσεις αφορούν τις εξετάσεις ούρων, κυρίως γιατί τα πρώτα αλληλεπιδρούν με αρκετά χημικά στοιχεία που περιέχονται στα ούρα. Για παράδειγμα, οι κεφαλοσπορίνες μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα γλυκόζης στα ούρα. Μπορεί επίσης να μειώσουν τα επίπεδα του χαλκού και να οδηγήσουν σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα.

Οι εξετάσεις ούρων για την ανίχνευση χρήσης απαγορευμένων ουσιών, οι οποίες βασίζονται στην ανοσοανάλυση, επηρεάζονται τόσο από την ακούσια όσο και την εκούσια χρήση άλλων φαρμάκων, με αποτέλεσμα να καταλήγουν συχνά σε ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η λαβεταλόλη και η ρανιτιδίνη μπορεί να προκαλέσουν ψευδώς-θετικό αποτέλεσμα για τις αμφεταμίνες, ενώ η ριφαμπίνη μπορεί να προκαλέσει ψευδώς-θετικό αποτέλεσμα για τα οπιοειδή. Τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα οδηγούν συνήθως σε εξετάσεις με μεγαλύτερη ευαισθησία και ειδικότητα.

Οι αντιβακτηριακοί παράγοντες είναι τα φάρμακα που εμπλέκονται συχνότερα στις αλληλεπιδράσεις φαρμάκων με εργαστηριακές εξετάσεις. Η δαπτομυκίνη και η τελαβανσίνη για παράδειγμα, μπορεί να παρατείνουν το χρόνο προθρομβίνης. Η δαπτομυκίνη αλληλεπιδρά με ένα συστατικό της ανασυνδυασμένης προθρομβίνης, ενώ η τελαβανσίνη με τη φωσφολιπιδική επιφάνεια των υλικών της εξέτασης.

Τα ψυχοτροπικά φάρμακα και τα σκαγραφικά έχει επίσης αναφερθεί ότι μπορεί να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

Για τα φάρμακα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή γνωρίζουμε ακόμα λιγότερα καθώς στη συσκευασία τους αναγράφονται λιγότερες πληροφορίες.

Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η ακεταμινοφαίνη μπορεί να επηρεάσει τις μετρήσεις διαφόρων συσκευών συνεχούς μέτρησης γλυκόζης (CGM) (ιδιαίτερα σε παλαιότερα μοντέλα) οδηγώντας σε ψευδώς υψηλές μετρήσεις, δεν αναγράφεται στη συσκευασία του φαρμάκου. Τα CGM παρακολουθούν τα επίπεδα της γλυκόζης στο διάμεσο υγρό και στη συνέχεια μεταφράζουν τη μέτρηση αυτή σε επίπεδα γλυκόζης αίματος. Η υδροξυλική ομάδα της ακεταμινοφαίνης οξειδώνεται επίσης στο ηλεκτρόδιο του CGM, με αποτέλεσμα να προκαλείται σφάλμα στη μέτρηση.

Άλλα φάρμακα, όπως η λισινοπρίλη, η αλβουτερόλη και η ατενολόλη, καθώς και το κόκκινο κρασί, έχουν επίσης συνδεθεί με ψευδώς υψηλές μετρήσεις στα CGM.

Τα φυτικά ginseng (Panax ginseng) και Siberian ginseng (Eleutherococcus senticosus) επηρεάζουν επίσης ορισμένες αναλύσεις διγοξίνης.

Βιβλιογραφία: Medscape

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα