Η Μακροπρόθεσμη Λήψη Αντιβιοτικών Συνδέεται με Αυξημένο Καρδιακό Κίνδυνο

Οι γυναίκες της μέσης ή τρίτης ηλικίας που λαμβάνουν αντιβιοτικά μακροπρόθεσμα έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία 36.500 γυναικών χωρίς καρδιαγγειακή νόσο από το Nurses’ Health Study για 8 χρόνια. Μετά από προσαρμογή για δημογραφικούς παράγοντες, παράγοντες του τρόπου ζωής και άλλους ιατρικούς παράγοντες, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες ηλικίας άνω των 60 ετών που λάμβαναν αντιβιοτικά για 2 μήνες ή περισσότερο είχαν τον υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων. Επίσης, η μακροπρόθεσμη χρήση αντιβιοτικών σχετίστηκε με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες μέσης ηλικίας (40-59 ετών).

«Η νέα αυτή ανάλυση από το Nurses’ Health Study μας δείχνει ότι οι γυναίκες που έλαβαν αντιβιοτικά για παρατεταμένες περιόδους, ιδιαίτερα στην πρόσφατη ενήλικη ζωή, είχαν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο αργότερα», είπε ο Λου Κι, κύριος συγγραφέας της έρευνας.

«Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η μεγάλη διάρκεια λήψης αντιβιοτικών συνδέεται ενδεχομένως με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες», είπε ο Κι.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο European Heart Journal.

Διαμήκης Μελέτη

Διάφορες έρευνες στο παρελθόν είχαν συνδέσει τη λήψη αντιβιοτικών με καρδιακά προβλήματα, όπως οι αρρυθμίες, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσες καρδιακές νόσους, όπως η στεφανιαία νόσος, η περιφερική αρτηριοπάθεια ή λοιμώξεις (π.χ. η πνευμονία).

Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι ερευνητές «καμία διαμήκης μελέτη δεν είχε διερευνήσει τη σύνδεση ανάμεσα στη διάρκεια της αντιβιοτικής θεραπείας σε διάφορες φάσεις της ενήλικης ζωής με τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε πληθυσμιακό επίπεδο».

«Όλο και περισσότερα δεδομένα δείχνουν ότι η έκθεση στα αντιβιοτικά σχετίζεται με μακροπρόθεσμες αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα, οι οποίες σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, φλεγμονή, στένωση των αγγείων και εγκεφαλικό επεισόδιο», εξήγησε ο Κι.

Για να διερευνήσουν τη σύνδεση ανάμεσα στη χρήση των αντιβιοτικών και την καρδιαγγειακή νόσο, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το NHS, τα οποία περιείχαν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών στην ενήλικη ζωή των εθελοντών.

Η NHS είναι μία μελέτη που ξεκίνησε το 1976 και περιλαμβάνει 121.701 νοσηλεύτριες. Τα δεδομένα της μελέτης περιέχουν στοιχεία σχετικά με δημογραφικούς και παράγοντες του τρόπου ζωής, καθώς και πληροφορίες για το ιατρικό ιστορικό των εθελοντών.

Η παρούσα ανάλυση συμπεριέλαβε δεδομένα μετά το 2004. Μετά την εξαίρεση των εθελοντών για τις οποίες δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα ή δεν πληρούσαν τα κριτήρια της έρευνας, εξετάστακαν τελικά δεδομένα από 36.469 γυναίκες που δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο ή καρκίνο στην αρχή της έρευνας.

Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε ομάδες ανά ηλικία (20-39, 40-59 και 60+) και ανάλογα με τη διάρκεια χρήσης των αντιβιοτικών (καθόλου, <15 ημέρες, 15 ημέρες έως <2 μήνες, >2 μήνες). Ως «μακροπρόθεσμη» θεωρήθηκε η διάρκεια λήψης αντιβιοτικών για πάνω από 2 μήνες.

Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά δύο μοντέλα για την ανάλυση ευαισθησίας.

Εντερικό Μικροβίωμα

Οι γυναίκες με τη μεγαλύτερη διάρκεια λήψης αντιβιοτικών είχαν σε υψηλότερα ποσοστά αρνητικά προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, στα οποία περιλαμβάνεται το ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, ο υψηλότερος ΔΜΣ ή οι μεταβολικές ανωμαλίες όπως η υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία και ο διαβήτης. Χρησιμοποιούσαν επίσης άλλα φάρμακα με αυξημένη συχνότητα.

Οι αναπνευστικές λοιμώξεις αποτελούσαν τη συχνότερη αιτία για τη λήψη αντιβιοτικών, με τις ουρολοιμώξεις να αποτελούν επίσης συχνό αίτιο. Κατά τη μέση και ενήλικη ζωή οι ενδείξεις για την χρήση των αντιβιοτικών ήταν παρόμοιες.

Σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά, αυτές που έκαναν μακροπρόθεση χρήση στη μέση ή τρίτη ηλικία είχαν 44% αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο στο 1ο μοντέλο και 32% αυξημένο κίνδυνο στο 2ο μοντέλο.

Αντιθέτως, η χρήση των αντιβιοτικών στην νεαρή ενήλικη ζωή δεν σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων, όταν εξαιρέθηκαν οι γυναίκες που είχαν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο στην αρχή της έρευνας.

Όταν εξετάστηκε ξεχωριστά ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιαγγειακής νόσου, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες που λάμβαναν αντιβιοτικά για λιγότερο από 15 ημέρες ή για 15 ημέρες-2 μήνες κατά τη μέση ηλικία είχαν 56% και 65% αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου αντίστοιχα, σε σύγκριση με αυτές που δεν λάμβαναν αντιβιοτικά σε αυτή την περίοδο.

«Οι αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα που προκαλούνται από τη λήψη των αντιβιοτικών είναι αυτές που μάλλον συμβάλλουν στην αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου», σχολίασε το Κι.

«Επιπλέον, προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η χρήση των αντιβιοτικών σχετίζεται με αλλαγές στα επίπεδα των λιπιδίων, τη φλεγμονή και την αύξηση του σωματικού βάρους, παράγοντες οι οποίοι επίσης επηρεάζουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο».

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, ο Σαλίμ Χάγιεκ ένας καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, δήλωσε ότι «οι νοσηλεύτριες-εθελοντές της έρευνας γνωρίζουν καλύτερα πότε πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα αντιβιοτικά σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, γεγονός που σίγουρα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων». Τόνισε επίσης ότι αν και η έρευνα προσφέρει ενδείξεις ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα αντιβιοτικά και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σίγουρα χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να αποδειχθεί η παραπάνω παρατήρηση.

Βιβλιογραφία: Medscape

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα