Υποτροπιάζουσες Ουρολοιμώξεις: Νέα Δεδομένα για το Ρόλο του Εντερικού Μικροβιώματος

Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί αρκετές γυναίκες σήμερα. Οι λοιμώξεις αυτές προκαλούνται από βακτήρια του ουροποιητικού συστήματος και χαρακτηρίζονται από συχνοουρία και επώδυνη ούρηση. Τα συμπτώματα αυτά αντιμετωπίζονται τυπικά με αντιβιοτικά, ωστόσο περισσότερο από το 25% των γυναικών θα παρουσιάσει ξανά ουρολοίμωξη μέσα σε 6 μήνες. Σε ορισμένες γυναίκες μάλιστα οι ουρολοιμώξεις μπορεί να είναι ακόμα συχνότερες με αποτέλεσμα να χρειάζονται αντιβιοτικά κάθε λίγους μήνες.

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε ορισμένες γυναίκες μπορεί να συνδέονται με τα αντιβιοτικά που λαμβάνουν για την αντιμετώπισή τους. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε η έρευνα, τα αντιβιοτικά απομακρύνουν τα βακτήρια από την ουροδόχο κύστη, όχι όμως και από το έντερο. Τα βακτήρια που παραμένουν μετά την αντιβιοτική θεραπεία πολλαπλασιάζονται στο έντερο και μεταναστεύουν ξανά στην ουροδόχο κύστη προκαλώντας εκ νέου ουρολοίμωξη.

Παράλληλα, η συνεχής λήψη αντιβιοτικών μπορεί να επηρεάσει την μικροβιακή κοινότητα του εντέρου και συγκεκριμένα τα ωφέλιμα βακτήρια που βρίσκονται εκεί. Αντίστοιχα με άλλα νοσήματα που επηρεάζονται από τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος, στην παρούσα μελέτη οι γυναίκες που είχαν μειωμένη ποικιλομορφία των μικροβίων του εντέρου παρουσίασαν συχνότερα ουρολοιμώξεις σε σχέση με τις υπόλοιπες. Επιπλέον, στις γυναίκες αυτές, τα επίπεδα των βακτηρίων που συνδέονται με τη ρύθμιση της φλεγμονής ήταν μειωμένα.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Microbiology.

«Αρκετές γυναίκες με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις θα επισκεφθούν τον γιατρό τους και αυτός θα συστήσει να βελτιώσουν την υγιεινή της περιοχής. Ωστόσο, η έρευνά μας δείχνει ότι το πραγματικό αίτιο για τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις δεν είναι η κακή υγιεινή, αλλά τα βακτήρια που βρίσκονται στο έντερο και μπορεί να μεταναστεύσουν στην ουροδόχο κύστη. Η χορήγηση αντιβιοτικών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το παραπάνω πρόβλημα, καθώς διαταράσσει ακόμα περισσότερο την ισορροπία του εντερικού μικροβιώματος», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις αποδίδονται στα βακτήρια Escherichia coli (E. coli), τα οποία μεταναστεύουν από το έντερο στο ουροποιητικό σύστημα. Η επιστημονική ομάδα θέλησε να εξερευνήσει γιατί ορισμένες γυναίκες παρουσιάζουν συχνότερα ουρολοιμώξεις σε σχέση με άλλες.

Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 15 γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και 16 γυναίκες χωρίς ιστορικό της παραπάνω λοίμωξης. Όλες έδωσαν δείγματα αίματος και ούρων στην αρχή της μελέτης, ενώ κάθε μήνα έδιναν δείγματα κοπράνων. Η επιστημονική ομάδα εξέτασε τη σύνθεση του μικροβιώματος στο έντερο με βάση τα τελευταία δείγματα, τα είδη των βακτηρίων στα ούρα, καθώς και διάφορους δείκτες γονιδιακής έκφρασης.

Στη διάρκεια 12 μηνών της έρευνας καταγράφηκαν συνολικά 24 περιστατικά ουρολοιμώξεων. Όλα ήταν στις γυναίκες με ιστορικό της νόσου. Όταν μία γυναίκα παρουσίαζε ουρολοίμωξη, έδινε ξανά δείγμα ούρων, αίματος και κοπράνων.

Η διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες που παρουσίαζαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και αυτές της ομάδας ελέγχου δεν ήταν η παρουσία της Escherichia coli στο έντερο, αλλά ούτε στην ουροδόχο κύστη. Και στις δύο ομάδες, οι γυναίκες είχαν όλες στο έντερό τους βακτήρια που μπορεί να προκαλέσουν ουρολοιμώξεις τα οποία περιστασιακά έφταναν και στην ουροδόχο κύστη.

Η διάφορα των δύο ομάδων ήταν η σύνθεση του μικροβιώματος. Οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις είχαν μειωμένα ποσοστά ωφελίμων βακτηρίων στο έντερο, γεγονός που επέτρεπε στα παθολογικά βακτήρια να πολλαπλασιαστούν ευκολότερα. Μάλιστα, οι γυναίκες αυτές είχαν ιδιαίτερα χαμηλούς πληθυσμούς βακτηρίων που παράγουν βουτυρικό οξύ, ένα λιπαρό οξύ βραχείας αλύσου με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.

«Πιστεύουμε ότι οι γυναίκες της ομάδας ελέγχου κατάφεραν να απομακρύνουν τα βακτήρια από την ουροδόχο κύστη τους πριν αυτά πολλαπλασιαστούν επαρκώς, κάτι που δεν συνέβη στις γυναίκες της άλλης ομάδας. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται άμεσα με τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος», τόνισαν οι συγγραφείς.

«Από τα αποτελέσματα της μελέτης μας είναι σαφές ότι τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να αποτρέψουν τις ουρολοιμώξεις μακροπρόθεσμα, καθώς διαταράσσουν την ισορροπία του εντερικού μικροβιώματος. Οι διαταραχές της βακτηριακής κοινότητας του εντέρου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο νέας ουρολοίμωξης», πρόσθεσαν.

Η επιστημονική ομάδα έχει ήδη αρχίσει να εξερευνά άλλες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων, όπως για παράδειγμα προβιοτικά, μεταμόσχευση κοπράνων ή άλλες μεθόδους.

«Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν σήμερα τη συχνότερη μορφή λοίμωξης σε όλο τον κόσμο. Κατά συνέπεια, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι να αναπτύξουμε άμεσα νέες θεραπείες για την αντιμετώπισή τους», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: Monstera / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα