Γιατί η Δόση των Εμβολίων είναι Διαφορετική στα Παιδιά;

Όπως συμβαίνει και με κάθε άλλο σύστημα του οργανισμού, το ανοσοποιητικό μας σύστημα ωριμάζει και αναπτύσσεται σταδιακά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η ικανότητά του να αντιμετωπίζει τα διάφορα παθογόνα μπορεί να διαφοροποιείται στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι επιστήμονες θα πρέπει να εξετάσουν την ανοσιακή απόκριση στα εμβόλια ξεχωριστά για κάθε ηλικιακή ομάδα. Ο στόχος κατά την ανάπτυξη των εμβολίων είναι να εξασφαλιστούν τα μέγιστα οφέλη για τους ασθενείς με τις λιγότερες δυνατές ανεπιθύμητες ενέργειες. Προκειμένου να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε την κατάλληλη δόση που επιτυγχάνει τον παραπάνω στόχο, θα πρέπει να κάνουμε κλινικές δοκιμές.

Τα Δύο Κομμάτια του Ανοσοποιητικού Συστήματος

Όπως προαναφέρθηκε, η ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος ξεκινά από τη γέννηση. Η πρώτη προστασία από τις λοιμώξεις για τα βρέφη προέρχεται από τα αντισώματα της μητέρας τους που λαμβάνουν από τον πλακούντα και το μητρικό γάλα του θηλασμού. Αυτό ονομάζεται παθητική ανοσία. Το σύστημα της επίκτητης ανοσίας, δηλαδή το κομμάτι του ανοσοποιητικού συστήματος που παράγει αντισώματα, δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα. Η ωρίμανση του συστήματος αυτού ξεκινάει αμέσως μετά τη γέννηση, ωστόσο μπορεί να χρειαστεί χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί.

Ωστόσο, ένα άλλο κομμάτι του ανοσοποιητικού συστήματος, η φυσική ανοσία, λειτουργεί επαρκώς από τις πρώτες ημέρες της ζωής. Το σύστημα αυτό δεν χρειάζεται να ωριμάσει καθώς δεν εξειδικεύεται για συγκεκριμένα παθογόνα όπως συμβαίνει με το σύστημα της επίκτητης ανοσίας. Η φυσική ανοσία αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού και είναι αυτή που μας προστατεύει από τα περισσότερα παθογόνα.

Η δράση της φυσικής ανοσίας ξεκινά από το δέρμα και τους βλεννογόνους. Αν τα μικρόβια καταφέρουν να διαπεράσουν αυτούς τους φυσικούς φραγμούς, έρχονται αντιμέτωπα με μία σειρά ενζύμων. Εκτός από τα ένζυμα, η φυσική ανοσία περιλαμβάνει και ειδικά κύτταρα που καταστρέφουν όλα τα παθογόνα, καθώς και φαγοκύτταρα, τα οποία καταστρέφουν τις ξένες ουσίες.

Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι το σύστημα της φυσικής ανοσίας αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού. Ουσιαστικά κερδίζει χρόνο μέχρι να ενεργοποιηθεί το σύστημα της επίκτητης ανοσίας.

Όταν κάνουμε ένα εμβόλιο ή νοσούμε από ένα παθογόνο, το σύστημα της επίκτητης ανοσίας αρχίζει να παράγει αντισώματα. Τα τελευταία είναι πρωτεΐνες που προσδένονται στους ιούς ή τα βακτήρια προκειμένου να επιταχύνουν την απομάκρυνσή τους και να προλάβουν την περαιτέρω εξάπλωση της λοίμωξης. Τα αντισώματα είναι εξειδικευμένα και μπορούν να αναγνωρίσουν μόνο ένα συγκεκριμένο εισβολέα.

Τα Εμβόλια Πρέπει να Λαμβάνουν Υπόψη την Ανάπτυξη του Ανοσοποιητικού Συστήματος

Όπως ένα παιδί θα μάθει από μόνο του να περπατάει ακόμα κι αν δεν το βοηθήσουμε, έτσι και το ανοσοποιητικό σύστημα θα μάθει τελικά να αντιμετωπίζει ένα παθογόνο, ακόμα κι αν δεν εμβολιαστούμε. Ωστόσο και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο κίνδυνος βλαβών μέχρι την επίτευξη του παραπάνω στόχου είναι μεγαλύτερος, αν δεν βοηθήσουμε το παιδί ή το ανοσοποιητικό σύστημα, αντίστοιχα.

Τα εμβόλια ουσιαστικά επάγουν τη δημιουργία αντισωμάτων που αναγνωρίζουν ένα συγκεκριμένο παθογόνο, έτσι ώστε το ανοσοποιητικό σύστημα να είναι προετοιμασμένο αν τελικά εκτεθεί σε αυτό αργότερα. Η απόφαση για τη χορήγηση ή όχι ενός εμβολίου βασίζεται στην ικανότητά του να προκαλεί παραγωγή αντισωμάτων, στην αποτελεσματικότητα των τελευταίων και, φυσικά, στην ασφάλεια του εμβολίου.

Όταν οι επιστήμονες προσπαθούν να προσδιορίσουν την κατάλληλη δόση για ένα εμβόλιο, είναι σημαντικό να γνωρίζουν ποια τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος έχουν ωριμάσει και ποια όχι σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης του ανθρώπου. Αυτός είναι και ο λόγος που ορισμένα εμβόλια (μεταξύ των οποίων και αυτό της COVID-19) δοκιμάζονται σε διαφορετικές κλινικές δοκιμές για ενήλικες, εφήβους, παιδιά και βρέφη.

Ορισμένα εμβόλια για βρέφη χορηγούνται σε αρκετές δόσεις σε ένα διάστημα λίγων μηνών. Αυτό συμβαίνει γιατί το σύστημα της επίκτητης ανοσίας δεν έχει ωριμάσει ακόμα επαρκώς σε αυτή την ηλικία και επομένως μπορεί να «ξεχάσει» την ανοσία μετά από μία μόνο δόση. Οι επόμενες δόσεις έχουν ως στόχο να ισχυροποιήσουν την ανοσιακή απόκριση προστατεύοντας έτσι περισσότερο από το εκάστοτε παθογόνο.

Μετά την ηλικία των 4 ετών και σε όλη τη νεαρή ενήλικη ζωή, το ανοσοποιητικό σύστημα ανταποκρίνεται καλύτερα στα παθογόνα και διατηρεί την ανοσιακή μνήμη ευκολότερα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι περισσότερες αλλεργίες παρατηρούνται σε αυτό το διάστημα.

Στις κλινικές δοκιμές που έγιναν για το εμβόλιο της Pfizer, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το 1/3 της δόσης που χορηγείται στα παιδιά άνω των 12 ετών μπορεί να προκαλέσει εξίσου ισχυρή ανοσιακή απόκριση στα παιδιά ηλικίας 5-11 ετών.

Κατά την ανάπτυξη ενός νέου εμβολίου, οι πρώτες κλινικές δοκιμές γίνονται συνήθως στις ηλικίες 18-55 ετών. Σε αυτές τις ηλικίες, το ανοσοποιητικό σύστημα έχει πλέον ωριμάσει πλήρως και επομένως μπορούμε να εκτιμήσουμε ευκολότερα τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την ασφάλεια ενός εμβολίου. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που θα καταγραφούν σε αυτό το ηλικιακό εύρος μας δίνουν μία πρώτη ιδέα σχετικά με τις ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν και στις νεαρότερες ηλικίες.

Μετά την ηλικία των 55 ετών, το σύστημα της επίκτητης ανοσίας αρχίζει και πάλι να φθίνει. Ευτυχώς, στους ασθενείς αυτής της ηλικίας, η χορήγηση μίας ενισχυτικής δόσης μπορεί να επαναφέρει τα επίπεδα της ανοσίας.

Χωρίς αμφιβολία, τα εμβόλια αποτελούν τον πλέον ασφαλή τρόπο για την ανάπτυξη ανοσίας για ένα συγκεκριμένο παθογόνο. Ωστόσο, θα πρέπει πάντοτε να γίνονται οι κατάλληλες κλινικές δοκιμές προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι η δόση που χορηγείται σε κάθε ηλικιακή ομάδα προσφέρει τα μέγιστα δυνατά οφέλη με το χαμηλότερο δυνατό κίνδυνο για ανεπιθύμητες ενέργειες.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα