Πώς δρουν τα εμβόλια; Γιατί μας προστατεύουν;

Για να κατανοήσουμε πώς δρουν τα εμβόλια, πρέπει να δούμε αρχικά τον τρόπο με τον οποίο το σώμα αντιμετωπίζει τις ασθένειες. Όταν μικροοργανισμοί, όπως βακτηρίδια και ιοί, εισέρχονται στον οργανισμό, επιτίθενται στα κύτταρα και πολλαπλασιάζονται. Η εισβολή αυτή λέγεται λοίμωξη. Οι λοιμώξεις είναι αυτές που προκαλούν την ασθένεια. Το ανοσοποιητικό σύστημα αντιμετωπίζει τις λοιμώξεις με διάφορους τρόπους. Το αίμα περιέχει ερυθρά αιμοσφαίρια, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του οξυγόνου στα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Περιέχει επίσης λευκά αιμοσφαίρια τα οποία χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι κυρίως Β-λεμφοκύτταρα, Τ-λεμφοκύτταρα και μακροφάγα:

  • Τα μακροφάγα είναι λευκά αιμοσφαίρια που φαγοκυτταρώνουν και πέπτουν μικρόβια καθώς και νεκρά κύτταρα. Στη συνέχεια, «παρουσιάζουν» τμήματα των μικροβίων, που λέγονται αντιγόνα. Το σώμα αναγνωρίζει τα αντιγόνα ως επιβλαβή και προκαλεί ανοσολογική αντίδραση.
  • Τα αντισώματα επιτίθενται στα αντιγόνα που παρουσιάζονται από τα μακροφάγα. Τα αντισώματα παράγονται από μία κατηγορία λευκών αιμοσφαιρίων, τα Β-λεμφοκύτταρα.
  • Τα Τ-λεμοφοκύτταρα είναι ένα άλλο είδος λευκών αιμοσφαιρίων. Επιτίθενται στα κύτταρα σου σώματος που έχουν ήδη μολυνθεί.

Την πρώτη φορά που το σώμα έρχεται σε επαφή με ένα μικρόβιο, χρειάζεται μερικές μέρες μέχρι να παράξει όλα τα κύτταρα που χρησιμοποιεί για να αντιμετωπίσει τη λοίμωξη. Μετά τη λοίμωξη, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκτά «μνήμη» απέναντι στον παράγοντα που την προκάλεσε.

Το σώμα διατηρεί μερικά Τ-λεμφοκύτταρα, που λέγονται κύτταρα μνήμης τα οποία ενεργοποιούνται αν ο ίδιος μικροοργανισμός εισέλθει στον οργανισμό στο μέλλον. Στη συνέχεια ενεργοποιούνται τα Β-λεφοκύτταρα και παράγουν αντισώματα άμεσα.

Πώς δρουν τα εμβόλια

Τα εμβόλια προκαλούν ανοσία ομοιάζοντας μία λοίμωξη. Η λοίμωξη αυτή δεν προκαλεί νόσηση, ωστόσο ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα για να παράξει Τ-λεμφοκύτταρα και αντισώματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά το εμβόλιο, μπορεί να εμφανιστούν ελαφρά συμπτώματα (πχ. πυρετός) εξ’ αιτίας της ψευδούς αυτής λοίμωξης. Τα συμπτώματα αυτά είναι φυσιολογικά και εμφανίζονται καθώς το σώμα αναπτύσσει ανοσία.

Το σώμα λοιπόν, όταν αυτή η «λοίμωξη» παρέλθει, έχει σχηματίσει πια Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης και Β-λεμφοκύτταρα ειδικά για να αντιμετωπίσουν το μικρόβιο αν εισέλθει στον οργανισμό στο μέλλον. Ωστόσο, συνήθως χρειάζονται μερικές εβδομάδες από τον εμβολιασμό μέχρι να ολοκληρωθεί η παραγωγή των λεμοφοκυττάρων. Αν, επομένως, κάποιος μολυνθεί λίγο πριν ή λίγο μετά το εμβόλιο το πιθανότερο είναι οτι θα νοσήσει και θα παρουσιάσει τα συμπτώματα της λοίμωξης, καθώς το εμβόλιο δεν έχει προλάβει να δράσει.

Είδη εμβολίων

Οι επιστήμονες ακολουθούν αρκετές προσεγγίσεις για την ανάπτυξη των εμβολίων. Οι προσεγγίσεις αυτές βασίζονται στο είδος του μικροβίου (ιός ή βακτηρίδιο) για το οποίο προορίζεται το εμβόλιο, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο προσβάλλει τον οργανισμό. Άλλοι παράγοντες, όπως η χώρα στην οποία θα χρησιμοποιηθεί το εμβόλιο, είναι επίσης σημαντικοί καθώς διαφορετικά στελέχη του ιού ενδημούν σε κάθε χώρα και οι περιβαλλοντικές συνθήκες μπορεί να επηρεάζουν τη μετάδοσή του. Σήμερα υπάρχουν 5 είδη εμβολίων τα οποία είναι:

  • Τα εμβόλια με ζωντανούς ή εξασθενημένους ιούς. Τα εμβόλια αυτά περιέχουν στελέχη ιών εξασθενημένα σε βαθμό που δεν μπορούν να προκαλέσουν νόσηση σε άτομα με υγιές ανοσοποιητικό σύστημα. Τα εμβόλια αυτά προσφέρουν την πλέον ρεαλιστική προσομοίωση μίας λοίμωξης επομένως δημιουργούν την καλύτερη ανοσολογική απόκριση. Παραδείγματα τέτοιων εμβολίων είναι το εμβόλιο της ιλαράς, της ερυθράς και της παρωτίτιδας (MMR) καθώς και το εμβόλιο της ανεμευλογιάς. Τα εμβόλια αυτά είναι τα πλέον αποτελεσματικά, ωστόσο δεν μπορούν να χορηγηθούν σε όλους. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να χορηγηθούν σε παιδιά με αποδυναμωμένο ανοσοποιητικό σύστημα (πχ σε αυτά που κάνουν χημειοθεραπεία).
  • Τα εμβόλια με αδρανοποιημένους ιούς. Κατά την παρασκευή των εμβολίων αυτών ο ιός αδρανοποιείται ή καταστρέφεται. Παράδειγμα τέτοιου εμβολίου είναι αυτό της πολιομυελίτιδας. Τα εμβόλια με αδρανοποιημένους ιούς προκαλούν ανοσολογική απόκριση με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι τα εμβόλια με ζωντανούς/εξασθενημένους ιούς. Για το λόγο αυτό μπορεί να χρειαστούν πάνω από μία δόσεις μέχρι να αναπτυχθεί ανοσία.
  • Τα τοξικογενή εμβόλια στοχεύουν βακτηρίδια που παράγουν τοξίνες όταν εισέρχονται στο σώμα. Για την παραγωγή των εμβολίων αυτών χρησιμοποιούνται τοξίνες οι οποίες είναι αδρανοποιημένες σε βαθμό που δεν μπορούν να προκαλέσουν νόσηση. Οι αποδυναμωμένες τοξίνες λέγονται ανατοξίνες. Όταν στο σώμα χορηγείται ένα εμβόλιο που περιέχει ανατοξίνη, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκτά την ικανότητα να αντιμετωπίζει και την φυσική τοξίνη. Παράδειγμα τέτοιου εμβολίου είναι αυτό του τετάνου και της διφθερίτιδας.
  • Τα εμβόλια υπομονάδων περιλαμβάνουν μόνο τμήματα του ιού ή του βακτηριδίου. Καθώς τα εμβόλια αυτά ουσιαστικά περιέχουν μόνο τα απαραίτητα αντιγόνα για την πρόκληση ανοσολογικής απόκρισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι εξαιρετικά σπάνιες. Το εμβόλιο του κοκκύτη αποτελεί παράδειγμα εμβολίου υπομονάδων.
  • Τα εμβόλια σύζευξης αντιμετωπίζουν ένα διαφορετικό είδος βακτηριδίων. Τα βακτηρίδια αυτά περιβάλλονται από ένα περίβλημα από ουσίες που λέγονται πολυσακχαρίτες. Το περίβλημα αυτό δυσχεραίνει το ανοσοποιητικό σύστημα ενός παιδιού να αναγνωρίσει το βακτηρίδιο και αντιδράσει σε αυτό. Τα εμβόλια σύζευξης είναι αποτελεσματικά για αυτά τα είδη βακτηριδίων καθώς περιέχουν τους πολυσακχαρίτες συνδεδεμένους με αντιγόνα στα οποία το ανοσοποιητικό σύστημα έχει καλή απόκριση. Η σύνδεση αυτή βοηθά το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίσει το περίβλημα ως αντιγόνο και να αναπτύξει ανοσία. Παράδειγμα τέτοιου εμβολίου είναι το εμβόλιο του αιμόφιλου της Ινφλουένζας τύπου Β.

Εμβόλια που χρειάζονται πάνω από μία δόση

Υπάρχουν 4 λόγοι για τους οποίους τα παιδιά και οι έφηβοι (σε ορισμένες περιπτώσεις και οι ενήλικες) χρειάζονται πάνω από μία δόση κάποιου εμβολίου:

  • Κάποια εμβόλια (κυρίως αυτά με αδρανοποιημένους ιούς) δεν προσφέρουν επαρκή ανοσία με μία μόνο δόση. Για να αναπτυχθεί πλήρης ανοσία χρειάζονται δύο ή περισσότερες δόσεις. Το εμβόλιο της μηνιγγίτιδας αποτελεί παράδειγμα τέτοιου εμβολίου.
  • Το εμβόλιο DTaP για τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και τον κοκκίτη χορηγείται στα παιδιά σε τέσσερις δόσεις. Η ανοσία που προσφέρει, ωστόσο, εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου. Χρειάζεται επομένως μία επαναληπτική δόση στην ηλικία των 4-6 ετών καθώς και ακόμα μία δόση στην ηλικία των 11-12 ετών. Το εμβόλιο χρειάζεται αναμνηστική δόση κάθε 10 χρόνια, ωστόσο μετά την ηλικία των 10 ετών χορηγείται το εμβόλιο Tdap.
  • Για κάποια εμβόλια (κυρίως αυτά που περιλαμβάνουν ζωντανούς ιούς) έρευνες έχουν δείξει ότι χρειάζεται πάνω από μία δόση για να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή ανοσία. Για παράδειγμα, μία δόση του εμβολίου MMR ενδέχεται να μην προκαλέσει επαρκή σχηματισμό αντισωμάτων σε όλους τους ανθρώπους. Η δεύτερη δόση διασφαλίζει την ανοσία σε μεγάλο ποσοστό.
  • Τέλος, το εμβόλιο της γρίπης πρέπει να γίνεται ετησίως. Τα παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 8 ετών που δεν έχουν εμβολιαστεί στο παρελθόν χρειάζονται 2 δόσεις την πρώτη φορά για να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή προστασία. Το εμβόλιο της γρίπης χορηγείται ετησίως καθώς οι ιοί που προκαλούν γρίπη διαφοροποιούνται κάθε χρόνο. Το εμβόλιο κάθε έτους είναι ειδικό για τα στελέχη που εκτιμάται ότι θα κυκλοφορήσουν εκείνη τη χρονιά.

Συμπέρασμα

Αρκετοί πιστεύουν ότι η ανοσία που είναι αποτέλεσμα λοίμωξης από ένα μικρόβιο είναι πιο ισχυρή σε σχέση με την ανοσία που προσφέρει ένα εμβόλιο. Ωστόσο, οι επιπλοκές μίας λοίμωξης μπορεί να είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνες ή ακόμα και απειλητικές για τη ζωή. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για λοιμώξεις που οι περισσότεροι θεωρούν ακίνδυνες, όπως η ανεμευλογία.

Τα εμβόλια, όπως κάθε φάρμακο, μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες πάντως είναι ήπιες. Ωστόσο, τα συμπτώματα αρκετών παθήσεων που μπορούν να προληφθούν με τον εμβολιασμό μπορεί να είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, ακόμα και απειλητικά για τη ζωή. Κάποιες από τις παθήσεις που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εμβολιασμών δεν είναι συχνές στην Ελλάδα, ωστόσο μπορεί να μεταφερθούν εντός συνόρων από άτομα που ζουν στο εξωτερικό. Η καλύτερη άμυνα για αυτές τις νόσους είναι ο εμβολιασμός.

Πηγή: CDC

Για περισσότερες πληροφορίες πάνω σε πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θέματα: pathologia.eu

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα