Υβριδική Ανοσία για την COVID-19: Νέα Θετικά Δεδομένα

Η υβριδική ανοσία για την COVID-19, δηλαδή η ανοσία στους ασθενείς με ιστορικό νόσησης και εμβολιασμού, προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία από τον ιό, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης από τη Βραζιλία.

Εξετάζοντας ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 στο διάστημα από τις 24 Φεβρουαρίου 2020 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 2021, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη των συμπτωμάτων της λοίμωξης 14 ημέρες μετά τη χορήγηση της τελευταίας δόσης ήταν 44% για το εμβόλιο της Johnson & Johnson και 64.8% για το εμβόλιο της Pfizer.

Αντίστοιχα, η αποτελεσματικότητα για την πρόληψη των νοσηλειών ή θανάτων από COVID-19 στον ίδιο πληθυσμό ήταν 57.7% για το εμβόλιο της Johnson & Johnson και 89.7% για το εμβόλιο της Pfizer, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς στο επιστημονικό περιοδικό Lancet Infectious Diseases.

«Σήμερα γίνονται μεγάλες συζητήσεις σχετικά με την ανάγκη εμβολιασμού σε άτομα που έχουν νοσήσει από COVID-19. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι τα οφέλη από τον εμβολιασμό υπερβαίνουν κατά πολύ τους κινδύνους, ακόμα και σε άτομα με ιστορικό COVID-19», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Ωστόσο, υποστήριξαν ότι η παρούσα ανάλυση έγινε πριν την εμφάνιση του στελέχους Όμικρον.

Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα για 22.566 ασθενείς από το σύστημα υγείας της Βραζιλίας που μολύνθηκαν ξανά με τον ιό, καθώς και 68.426 ασθενείς που είχαν αρνητικές εξετάσεις και αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.

Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν τα 36 χρόνια και το 60% ήταν γυναίκες. Ο μέσος χρόνος από την πρώτη λοίμωξη και την επαναμόλυνση με τον ιό ήταν 216-233 ημέρες. Περίπου το 65% των ασθενών και το 57% της ομάδας ελέγχου δεν είχε εμβολιαστεί. Συνολικά, 39.717 άτομα εμβολιάστηκαν, εκ των οποίων το 80% έκανε το εμβόλιο της AstraZeneca ή το CoronaVac, το 15% έκανε το εμβόλιο της Pfizer και το 2% έκανε το εμβόλιο της Johnson & Johnson.

Από τα 4 εμβόλια που εξετάστηκαν, μόνο το εμβόλιο της Pfizer παρουσίασε σημαντική αύξηση της αποτελεσματικότητας όταν χορηγήθηκε τουλάχιστον 180 ημέρες μετά την πρώτη λοίμωξη, συγκριτικά με το διάστημα 91-180 ημερών (70.7% έναντι 35.3%).

Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της μελέτης, οι Pramod Kumar Garg, MBBS, MD, και Ramachandran Thiruvengadam, MD, από την Ινδία, υποστήριξαν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων που παρατηρήθηκε στην παρούσα μελέτη είναι χαμηλότερη σε σχέση με προηγούμενες έρευνες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εξετάστηκε η επιπλέον προστασία από τη λοίμωξη επιπροσθέτως αυτής που προσφέρει η φυσική λοίμωξη.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, όπως ανέφεραν, αποδεικνύεται ότι η ανοσία της αγέλης από τη νόσηση του πληθυσμού δεν επαρκεί για να μας προστατεύσει από τον ιό.

Καταλήγοντας, οι συγγραφείς του άρθρου τόνισαν ότι καθώς εμφανίζονται συνεχώς νέα στελέχη θα πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση και να παρακολουθούμε προσεκτικά τα επίπεδα της ανοσίας στον πληθυσμό, έτσι ώστε να μπορούμε να ανακόψουμε άμεσα την εξάπλωσή τους.

Δεδομένα από τη Σουηδία Επιβεβαιώνουν την Αποτελεσματικότητα της Υβριδικής Ανοσίας

Μία μελέτη από τη Σουηδία που δημοσιεύτηκε επίσης στο Lancet Infectious Diseases παρατήρησε ότι ο χαμηλότερος αριθμός επαναμολύνσεων και νοσηλειών ήταν σε αυτούς που είχαν υβριδική ανοσία.

Οι ασθενείς που είχαν ιστορικό λοίμωξης και ολοκλήρωσαν τους 2 εμβολιασμούς για την COVID-19 είχαν 66% μειωμένο κίνδυνο επαναμόλυνσης σε σχέση με αυτούς που είχαν ιστορικό νόσησης αλλά δεν έκαναν τα εμβόλια, όπως διαπίστωσε η μελέτη αυτή.

Επιπλέον, η χορήγηση των δύο δόσεων σε αυτό τον πληθυσμό συνδέθηκε με 90% μειωμένο κίνδυνο νοσηλείας στο ενδεχόμενο μίας νέας μόλυνσης με τον SARS-CoV-2.

Υψηλή ήταν και η αποτελεσματικότητα της υβριδικής ανοσίας σε αυτούς που έκαναν μόνο τη μία δόση. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς αυτοί είχαν 58% μειωμένο κίνδυνο επαναμόλυνσης και 94% μειωμένο κίνδυνο νοσηλείας.

Η επιστημονική ομάδα της τελευταίας μελέτης εξέτασε δεδομένα από το σύστημα υγείας της Σουηδίας για το διάστημα από τις 20 Μαρτίου 2020 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου 2021. Συνολικά έγιναν 3 διαφορετικές αναλύσεις. Στην πρώτη από αυτές εξετάστηκαν 2.039.106 ανεμβολίαστοι εθελοντές με ιστορικό COVID-19 συγκριτικά με μία ομάδα ελέγχου επίσης ανεμβολίαστων εθελοντών που δεν είχαν ιστορικό λοίμωξης με τον ιό. Στη δεύτερη εξετάστηκαν 2.962.318 εθελοντές με ιστορικό COVID-19 που είχαν κάνει 1 δόση των εμβολίων, ενώ στην τρίτη 567.810 εθελοντές που είχαν νοσήσει από COVID-19 και έκαναν 2 δόσεις. Η μέση ηλικία των παραπάνω δειγμάτων ήταν τα 38-40 χρόνια.

Συγκριτικά με τους ανεμβολίαστους εθελοντές που δεν είχαν ιστορικό COVID-19, οι ασθενείς με ιστορικό λοίμωξης από τον ιό είχαν 95% μειωμένο κίνδυνο επαναμόλυνσης στους 3 μήνες και 87% μειωμένο κίνδυνο νέας νοσηλείας για τουλάχιστον 20 μήνες, όπως ανέφεραν οι συγγραφείς.

Σε ένα διάστημα περίπου 66 ημερών, συνολικά 438 εθελοντές που είχαν κάνει και τις δύο δόσεις των εμβολίων μολύνθηκαν ξανά με τον SARS-CoV-2, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός σε αυτούς που δεν είχαν εμβολιαστεί ήταν 808. Στις 52 ημέρες, καταγράφηκαν 639 νέες μολύνσεις σε όσους είχαν κάνει 1 δόση και 1.662 σε αυτούς που δεν εμβολιάστηκαν.

Σε ένα άρθρο που συνόδευσε τα αποτελέσματα της δεύτερης μελέτης, οι Hyon-Xhi Tan, PhD, και Jennifer A. Juno, PhD από την Αυστραλία υποστήριξαν ότι μετά την εμφάνιση του στελέχους Όμικρον η υβριδική ανοσία είναι ισχυρότερη όταν ο εμβολιασμός προηγείται της λοίμωξης.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν ότι θα πρέπει να γίνουν και νέες μελέτες προκειμένου να εκτιμηθεί καλύτερα η ανοσία που προσφέρει η λοίμωξη από COVID-19, καθώς και τα οφέλη που προσφέρει ο εμβολιασμός στην ανοσία.

Φωτογραφία: Kampus Production

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα