Θετικά τα Πρώτα Δεδομένα για 2 Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα στην Αντιμετώπιση της COVID-19

Η προσθήκη συγκεκριμένων αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στη θεραπεία της COVID-19 μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση των ασθενών που νοσηλεύονται για τον ιό, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες στο συνέδριο IDWeek.

Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε μία κλινική δοκιμή που εξέτασε την αποτελεσματικότητα της ινφλιξιμάμπης και της αμπατασέπτης στην αντιμετώπιση της COVID-19, και τα δύο παραπάνω φάρμακα μειώνουν τον κίνδυνο θανάτου από τον ιό, ενώ μπορεί να μειώσουν και τη διάρκεια νοσηλείας.

Το κύριο τελικό σημείο της έρευνας που παρουσιάστηκε στο IDWeek ήταν ο χρόνος ανάρρωσης. Σύμφωνα με τους επιστήμονες της μελέτης, οι ασθενείς που έλαβαν ινφλιξιμάμπη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους ανάρρωσαν σε 8 ημέρες κατά μέσο όρο, ενώ για την αμπατασέπτη και το placebo χρειάστηκαν 9 ημέρες. Η παραπάνω διαφορά δεν ήταν στατιστικώς σημαντική σύμφωνα με την ομάδα, ωστόσο δείχνει ότι υπάρχει μία τάση βελτίωσης σε όσους έλαβαν τα φάρμακα.

Ένα δευτερεύον τελικό σημείο της έρευνας ήταν η θνητότητα στις 28 ημέρες μετά τη χορήγηση των φαρμάκων. Εδώ παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ομάδες της έρευνας. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά θνητότητας ήταν 10.1% στην ομάδα που έλαβε ινφλιξιμάμπη, 11% στην ομάδα που έλαβε αμπατασέπτη και 15.1% στην ομάδα ελέγχου.

«Παρατηρήσαμε σημαντικά οφέλη από την ινφλιξιμάμπη και την αμπατασέπτη αναφορικά με τον κίνδυνο θανάτου από την COVID-19. Αντίστοιχα ήταν τα αποτελέσματα και για άλλα ανοσορυθμιστικά φάρμακα, όπως η μπαρισιτινίμπη και η τοσιλιζουμάμπη, τα οποία επίσης περιόρισαν τον κίνδυνο θανάτου κατά 4% συγκριτικά με την τυπική αγωγή», υποστηρίζει η επιστημονική ομάδα.

Η ινφλιξιμάμπη και η αμπατασέπτη συνδέθηκαν επίσης με μειωμένο κίνδυνο θανάτου στις 60 ημέρες, όπως τόνισε η επιστημονική ομάδα.

Μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι τα δύο παραπάνω φάρμακα προσέφεραν περισσότερα οφέλη στους ασθενείς που είχαν υψηλά επίπεδα CRP και δεν είχαν διασωληνωθεί όταν έλαβαν την αγωγή.

«Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι πολύ ενθαρρυντικά καθώς μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι μόνο η δεξαμεθαζόνη και οι αναστολείς της IL-6 προσφέρουν οφέλη στην αντιμετώπιση της COVID-19. Ωστόσο όπως φαίνεται υπάρχουν και άλλα φάρμακα που αντιμετωπίζουν επιτυχώς την καταιγίδα κυτταροκινών», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Τόνισαν επίσης ότι σε μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξεταστεί η χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων σε ασθενείς που δεν αποκρίνονται στην θεραπεία με δεξαμεθαζόνη. Οι μελέτες αυτές θα πρέπει να εξερευνήσουν επίσης διάφορους δείκτες που έχουν προγνωστική ισχύ για την αποτελεσματικότητα των παραπάνω φαρμάκων.

Οι ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν νοσηλευτεί για συμπτώματα COVID-19. Η μέση ηλικία των εθελοντών ήταν τα 55 χρόνια, ενώ το 63% ήταν άνδρες. Όλοι οι εθελοντές είχαν συμπτώματα για τουλάχιστον 9 ημέρες πριν προσέλθουν στο νοσοκομείο. Πάνω από το 50% των ασθενών είχαν παχυσαρκία, πάνω από το 25% είχαν διαβήτη, ενώ το 40-42% είχαν υπέρταση.

Φωτογραφία: Stephen Andrews

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα