Νέα Εξέταση Χρησιμοποιεί μία Διαφορετική Προσέγγιση για τη Διάγνωση της COVID-19

Παρατηρώντας την ανοσιακή απόκριση σε μοριακό επίπεδο, επιστήμονες από τη Νέα Υόρκη κατάφεραν να αναπτύξουν μία νέα εξέταση για τη διάγνωση της COVID-19. Η εξέταση αυτή μπορεί να ανιχνεύσει τη λοίμωξη λίγες μόλις ώρες μετά την έκθεση των ασθενών στον ιό, δηλαδή πολύ πιο νωρίς σε σχέση με τις υπόλοιπες εξετάσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα. Η επιστημονική ομάδα περιγράφει την εξέταση αυτή, η οποία έχει σχεδόν 100% ακρίβεια, στο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports Methods.

«Οι περισσότερες εξετάσεις της COVID-19 βασίζονται στην ίδια αρχή. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν ανιχνεύσιμα επίπεδα του ιού στον οργανισμό τους και συγκεκριμένα στην περιοχή απ’ όπου λαμβάνεται το δείγμα, όπως για παράδειγμα ο ρινοφάρυγγας. Αυτό σημαίνει ότι οι συνήθειες εξετάσεις δεν είναι δυνατό να διαγνώσουν τη νόσο στα πρώιμα στάδια της λοίμωξης, αλλά ούτε και σε ασθενείς με χαμηλό ιικό φορτίο που είναι ασυμπτωματικοί», εξηγούν οι συγγραφείς της μελέτης.

Η προσέγγιση που ανέπτυξε η ομάδα βασίζεται στην απόκριση που εκκινεί το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου προκειμένου να αντιμετωπίσει τον SARS-CoV-2 και όχι στον ίδιο τον ιό. Συγκεκριμένα, όταν ξεκινά η ανοσιακή απόκριση, ενεργοποιούνται ειδικά γονίδια. Τμήματα των παραπάνω γονιδίων παράγουν αλληλουχίες mRNA που καθοδηγούν την παραγωγή πρωτεϊνών. Ανάλογα με τα mRNA μόρια που παράγονται, θα δημιουργηθούν τελικά κατάλληλες πρωτεΐνες για την αντιμετώπιση του εκάστοτε παθογόνου.

Η νέα εξέταση που ανέπτυξε η ομάδα μπορεί να ανιχνεύσει αν η ανοσιακή απόκριση που έχει ξεκινήσει σε έναν ασθενή έχει ως στόχο την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2 με βάση τα μόρια του mRNA που έχουν παραχθεί. Αυτή είναι επίσης η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται μία προσέγγιση αυτού του είδους για τη διάγνωση μίας λοίμωξης.

Προκειμένου να βελτιστοποιήσει την εξέτασή της, η επιστημονική ομάδα χρησιμοποίησε τα δεδομένα μίας μελέτης του 2020 η οποία είχε λάβει δείγματα αίματος πριν και μετά τη μόλυνση με τον SARS-CoV-2 σε στρατιώτες των ΗΠΑ. Από την ανάλυση των παραπάνω δειγμάτων, οι επιστήμονες κατέληξαν τελικά σε περισσότερα από 1.000 διαφορετικά mRNA που σχετίζονται με την ανοσιακή απόκριση στην COVID-19.

Στο επόμενο κομμάτι της μελέτης τους χρησιμοποίησαν νέα δείγματα από εθελοντές προκειμένου να εξετάσουν την ακρίβεια της εξέτασης και παρατήρησαν ότι αυτή είναι 98.4%. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς σήμερα οι εξετάσεις που κυκλοφορούν μπορεί να έχουν ακρίβεια κάτω από 60%, ιδιαίτερα στους ασυμπτωματικούς ασθενείς.

Προφανώς η νέα εξέταση δεν είναι ακόμα έτοιμη να κυκλοφορήσει ευρέως. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι χρησιμοποιεί δείγματα αίματος και όχι ρινοφαρυγγικά δείγματα, όπως οι συνήθεις εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της νόσου. Ακόμη, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι η εξέταση μπορεί να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στην COVID-19 και άλλες λοιμώξεις, όπως για παράδειγμα το κοινό κρυολόγημα.

Αυτή τη στιγμή αρκετές άλλες επιστημονικές ομάδες προσπαθούν να αναπτύξουν εξετάσεις για την COVID-19 που βασίζονται αποκλειστικά στα γονίδια που ενεργοποιούνται κατά την ανοσιακή απόκριση. Πιθανώς, ο συνδυασμός της προσέγγισης των ερευνών αυτών με το μηχανισμό της παρούσας μελέτης θα μπορεί να οδηγήσει σε μία ιδανική εξέταση για τη διάγνωση της COVID-19.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα