MIS-C και Νόσος Kawasaki: Νέα Δεδομένα για τη Σύνδεση των Δύο Παθήσεων

Λίγο μετά την εμφάνιση του ιού SARS-CoV-2, ξεκίνησε ένας αγώνας από την επιστημονική κοινότητα με σκοπό να περιγραφεί και να οριστεί η COVID-19, η λοίμωξη δηλαδή που προκαλεί ο παραπάνω ιός. Ωστόσο, σύντομα διαπιστώσαμε ότι αυτή δεν είναι η μόνη νόσος που συνδέεται με το συγκεκριμένο παθογόνο.

Ένα ποσοστό των παιδιών που μολύνονται με τον ιό θα παρουσιάσουν τελικά συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, κεφαλαλγία, εξανθήματα και έμετο. Τα συμπτώματα αυτά αποδίδονται πλέον στο σύνδρομο MIS-C (multisystem inflammatory syndrome in children), το οποίο επίσης προκαλείται από τον SARS-CoV-2 και έχει οδηγήσει αρκετά παιδιά στη ΜΕΘ.

Καθώς τα περιστατικά του συνδρόμου MIS-C συνέχισαν να παρουσιάζουν αύξηση, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το σύνδρομο αυτό έχει αρκετά κοινά συμπτώματα με τη νόσο Kawasaki, η οποία απασχολεί τους παιδιάτρους εδώ και περισσότερα από 50 χρόνια. Ο πυρετός, τα εξανθήματα και η ερυθρότητα των οφθαλμών εμφανίζονται τόσο στο MIS-C όσο και στη νόσο του Kawasaki, ωστόσο η τελευταία μπορεί να προκαλέσει και άλλα, σοβαρότερα συμπτώματα, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μία άλλη διαφορά των δύο νόσων είναι ότι το MIS-C συνδέεται με ένα συγκεκριμένο παθογόνο, ενώ η νόσος Kawasaki μπορεί να αποδίδεται σε διάφορους λοιμώδεις ή περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Μία επιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια θέλησε να εξετάσει τις ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις δύο παραπάνω φλεγμονώδεις νόσους. Για το σκοπό αυτό, οι επιστήμονες εξέτασαν δείγματα αίματος και ιστών από ασθενείς με MIS-C ή νόσο Kawasaki. Ακολούθως, χρησιμοποιώντας εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης ανέλυσαν αρκετούς δείκτες γονιδιακής έκφρασης σε καθεμιά από τις δύο νόσους.

Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications δείχνουν ότι η ανοσιακή απόκριση του MIS-C και της νόσου Kawasaki έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η ανοσιακή απόκριση του συνδρόμου MIS-C είναι συνήθως ισχυρότερη σε σχέση με αυτή της νόσου Kawasaki. Παρά τις αρκετές ομοιότητες, οι δύο νόσοι διαφέρουν και σε αρκετούς εργαστηριακούς και κλινικούς δείκτες. Σύμφωνα με τους επιστήμονες της μελέτης, οι παρατηρήσεις τους θα βοηθήσουν τους γιατρούς στη διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία των ασθενών που πάσχουν είτε από σύνδρομο MIS-C είτε από νόσο Kawasaki.

«Στις περισσότερες περιπτώσεις θέλουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα να ανταποκρίνεται άμεσα στα επιβλαβή ερεθίσματα, ωστόσο ορισμένα παιδιά έχουν γονίδια τα οποία ενισχύουν υπερβολικά την απόκριση σε ορισμένα παθογόνα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σοβαρά συστηματικά συμπτώματα», αναφέρουν οι συγγραφείς. «Όσο πιο γρήγορα κατανοήσουμε τη φλεγμονώδη απόκριση στα παιδιά αυτά, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούμε να χορηγήσουμε κατάλληλες θεραπείες».

Σε προηγούμενες μελέτες τους, οι επιστήμονες της έρευνας είχαν ανακαλύψει 166 γονίδια τα οποία συνδέονται με σοβαρότερα συμπτώματα σε διάφορες λοιμώξεις, μεταξύ των οποίων και η COVID-19. Από την παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε ότι αρκετά από τα γονίδια αυτά επηρεάζουν επίσης το σοβαρότητα των συμπτωμάτων της νόσου Kawasaki, αλλά και του συνδρόμου MIS-C, γεγονός που δείχνει ότι πιθανώς ενοχοποιούνται παρόμοιοι μηχανισμοί.

Στο επόμενο κομμάτι της μελέτης τους, οι επιστήμονες εξέτασαν 13 γονίδια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της νόσου Kawasaki και διαπίστωσαν ότι ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης μπορεί να διαχωρίσει τη νόσο Kawasaki από το σύνδρομο MIS-C αποκλειστικά με βάση τα γονίδια αυτά.

«Το γεγονός αυτό μάς προκάλεσε έκπληξη. Από τις αρχικές μας αναλύσεις είχαμε καταλήξει ότι η νόσος Kawasaki και το σύνδρομο MIS-C είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους», ανέφεραν οι συγγραφείς. Υποστήριξαν, ωστόσο, ότι η διαφορά αυτή ουσιαστικά αποτυπώνει διαφορετικά χαρακτηριστικά της ίδιας ανοσιακής απόκρισης.

Αν και η μελέτη παρατήρησε αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στις δύο νόσους, διαπιστώθηκαν και αρκετές διαφορές. Για παράδειγμα, οι ασθενείς με MIS-C είχαν χαμηλότερα επίπεδα αιμοπεταλίων και ηωσινοφίλων, κάτι που είναι εύκολο να παρατηρήσουμε από τις τυπικές εξετάσεις αίματος. Επιπλέον, ορισμένες κυτταροκίνες που ήταν αυξημένες και στις δύο νόσους, είχαν υψηλότερα επίπεδα στους ασθενείς με MIS-C.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν ότι ορισμένες θεραπείες που στοχεύουν τις παραπάνω κυτταροκίνες (μεταξύ των οποίων οι TNFα και IL1β) έχουν ήδη εγκριθεί από το FDA ως θεραπείες για το MIS-C.

«Πιστεύουμε ότι οι παρατηρήσεις μας μπορεί να κατευθύνουν καλύτερα τις μελλοντικές μελέτες και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη κατάλληλων οδηγιών μακροπρόθεσμα», καταλήγει η έρευνα.

Φωτογραφία: Gustavo Fring / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα