Long COVID: Νέα Δεδομένα Δείχνουν ότι Συνδέεται με Καταστολή της Λειτουργίας του Ανοσοποιητικού Συστήματος

Μία επιστημονική ομάδα που εξέτασε το μονοκλωνικό αντίσωμα Leronlimab στην αντιμετώπιση της long COVID ανακάλυψε ένα στοιχείο που αλλάζει ριζικά τα δεδομένα για το συγκεκριμένο σύνδρομο. Η ανακάλυψη αυτή έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με όλες τις μέχρι σήμερα θεωρίες οι οποίες είχαν αποδώσει την εμφάνιση του συνδρόμου σε υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Σύμφωνα με τη νέα αυτή μελέτη, η εμφάνιση της long COVID συνδέεται με υπερβολική καταστολή της δράσης του ανοσοποιητικού.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Clinical Infectious Diseases.

«Αν και η μελέτη μας είχε σχετικά μικρό μέγεθος δείχνει ότι ορισμένοι ασθενείς με long COVID έχουν μειωμένη λειτουργικότητα στο ανοσοποιητικό τους σύστημα μετά την ανάρρωση από την οξεία λοίμωξη. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος σε αυτούς τους ασθενείς μπορεί να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα της long COVID», υποστήριξε ο επικεφαλής της μελέτης, Dr Otto Yang.

Η COVID-19 γνωρίζουμε σήμερα ότι συνδέεται με υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος η οποία μπορεί να προκαλέσει βλάβες στους πνεύμονες, καθώς και αρκετά άλλα όργανα. Μάλιστα, σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να εμφανιστεί και «καταιγίδα κυτταροκινών» η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερα συμπτώματα ή ακόμα και το θάνατο του ασθενούς.

Σε ένα σημαντικό αριθμό ασθενών που αναρρώνουν από την COVID-19, αρκετά συμπτώματα της νόσου, όπως για παράδειγμα το αίσθημα κόπωσης, η θόλωση της σκέψης και η δύσπνοια, μπορεί να παραμείνουν για αρκετούς μήνες. Η κατάσταση αυτή λέγεται long COVID, ωστόσο αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ακόμα αν αποτελεί μία νόσο. Σε κάθε περίπτωση, η ελλιπής μας γνώση σχετικά με τους μηχανισμούς και την αιτιολογία της long COVID καθιστά την αντιμετώπισή της ιδιαίτερα δύσκολη.

Αρκετοί επιστήμονες σήμερα υποστηρίζουν ότι τα συμπτώματα της νόσου πιθανώς αποδίδονται στην παράταση της ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος μετά την οξεία φάση της νόσου. Θέλοντας να εξετάσουν την ορθότητα της παραπάνω θεωρίας, οι επιστήμονες έκαναν μία μελέτη στην οποία εξέτασαν το Leronlimab, ένα αντίσωμα που προσδένεται στον υποδοχέα CCR5, ο οποίος εμπλέκεται στη φλεγμονή.

Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 55 ασθενείς με long COVID, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η μία έλαβε το αντίσωμα για 8 εβδομάδες, ενώ η άλλη placebo. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι επιστήμονες παρακολούθησαν την πορεία αρκετών συμπτωμάτων στους ασθενείς, μεταξύ των οποίων η ανοσμία και η αγευσία, οι μυαλγίες και η θόλωση της σκέψης.

Οι επιστήμονες αρχικά περίμεναν ότι ο αποκλεισμός του υποδοχέα CC5 με το αντίσωμα θα περιόριζε τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος μετά την COVID-19 λοίμωξη, γεγονός που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.

«Ωστόσο, στην έρευνά μας παρατηρήσαμε το ακριβώς αντίθετο. Οι ασθενείς που παρουσίασαν βελτίωση ήταν αυτοί που ξεκίνησαν με τα χαμηλότερα επίπεδα του CCR5 στα Τ λεμφοκύτταρα (ένδειξη μειωμένης λειτουργίας του ανοσοποιητικού). Οι ασθενείς που παρουσίασαν βελτίωση των συμπτωμάτων ήταν αυτοί που αύξησαν τα επίπεδα του CCR5. Το γεγονός αυτό πρακτικά δείχνει ότι η long COVID σε ορισμένους ασθενείς συνδέεται με μείωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Επομένως, η σταθεροποίηση της έκφρασης του CCR5 στην επιφάνεια των κυττάρων μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και να ανακουφίσει από τα συμπτώματα της νόσου», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες αναφέρθηκαν ξανά στο σημαντικό ρόλο που παίζουν οι υποδοχείς CCR5 στη ρύθμιση της ανοσιακής απόκρισης και της φλεγμονής, ιδιαίτερα μέσω των Τ ρυθμιστικών κυττάρων. Τόνισαν επίσης ότι τα αποτελέσματά τους θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από μελλοντικές μελέτες.

Φωτογραφία: Monstera / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα