Εντερικό Μικροβίωμα και COVID-19: Τι Έδειξε Νέα Μελέτη

Η διαταραχή της ισορροπίας του εντερικού μικροβιώματος μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο εμφάνισης long COVID-19, σύμφωνα με νέα δεδομένα από τις ΗΠΑ. Αν και προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στο μικροβίωμα του εντέρου και τα συμπτώματα της COVID-19 λοίμωξης, τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι τα βακτήρια του εντέρου επηρεάζουν και τα μακροπρόθεσμα συμπτώματα της νόσου, σύμφωνα με τη νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Gut.

«Απ’ όσο γνωρίζουμε αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι οι διαταραχές της σύνθεσης του εντερικού μικροβιώματος μπορεί να επηρεάσουν τα συμπτώματα στους ασθενείς με COVID-19 μέχρι και 6 μήνες μετά την οξεία λοίμωξη», αναφέρει η Siew Ng, MBBS, PhD, από το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ. Η επιστημονική ομάδα της μελέτης εξέτασε 106 ασθενείς από 3 νοσοκομεία οι οποίοι νόσησαν από COVID-19 στο διάστημα από το Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2020. Η πορεία των ασθενών αυτών συγκρίθηκε με αυτή μίας ομάδας ελέγχου που δεν είχε ιστορικό COVID-19 στο ίδιο διάστημα. Κατά την οξεία λοίμωξη, οι ασθενείς της έρευνας είχαν παρουσιάσει ήπια ή μέτρια συμπτώματα.

3 μήνες μετά την ανάρρωσή τους από τον ιό, οι 86 ασθενείς με ιστορικό COVID-19 διαγνώστηκαν με long COVID, δηλαδή είχαν τουλάχιστον 1 σύμπτωμα το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλα αίτια το οποίο παρέμεινε για τουλάχιστον 4 εβδομάδες. Μάλιστα, 81 από τους ασθενείς είχαν long COVID 6 μήνες αργότερα με συχνότερα συμπτώματα το αίσθημα κόπωσης, τις διαταραχές της μνήμης, την αλωπεκία, το άγχος και τις διαταραχές του ύπνου.

Χρησιμοποιώντας δείγματα κοπράνων για την ανάλυσή τους, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τόσο η ποικιλομορφία του μικροβιώματος, όσο και ο απόλυτος αριθμός των βακτηρίων είχε μειωθεί σημαντικά 6 μήνες μετά την COVID-19 στους ασθενείς που διαγνώστηκαν με long COVID. Συγκεκριμένα, σε αυτούς τους ασθενείς 28 είδη βακτηρίων είχαν παρουσιάσει σημαντική μείωση του πληθυσμού τους, ενώ 14 είχαν παρουσιάσει αύξηση. Στους ασθενείς που είχαν ιστορικό COVID-19 αλλά δεν διαγνώστηκαν με long COVID, 25 είδη βακτηρίων είχαν παρουσιάσει διαφοροποιήσεις κατά την εισαγωγή των ασθενών στο νοσοκομείο, ωστόσο τα επίπεδά τους επανήλθαν εντός φυσιολογικών ορίων εντός 6 μηνών.

Περαιτέρω αναλύσεις έδειξαν ότι οι ασθενείς που είχαν συμπτώματα από το αναπνευστικό 6 μήνες μετά την COVID-19 είχαν υψηλότερα επίπεδα παθογόνων βακτηρίων στο έντερο, όπως τα Streptococcus anginosus και S. vestibularis. Στους ασθενείς με νευρικά, ψυχικά συμπτώματα ή αίσθημα κόπωσης, ήταν αυξημένα τα επίπεδα βακτηρίων που συνδέονται με ευκαιριακές λοιμώξεις, όπως τα Clostridium innocuum και Actinomyces naeslundii.

Τα ωφέλιμα βακτήρια που παράγουν βουτυρικό οξύ, ήταν σημαντικά μειωμένα στους ασθενείς με αλωπεκία. Ορισμένα από τα βακτήρια αυτά, όπως για παράδειγμα το Bifidobacterium pseudocatenulatum και το Faecalibacterium prausnitzii παρουσίασαν αντίστροφη σύνδεση με την παρουσία συμπτωμάτων long COVID 6 μήνες μετά τη διάγνωση με COVID-19.

«Από τον έρευνά μας προκύπτει ότι συγκεκριμένα μικροβιακά προφίλ συνδέονται με αυξημένη ευαισθησία για την εμφάνιση long COVID», αναφέρει η Ng.

Η επιστημονική της ομάδα έχει ήδη ξεκινήσει μία μελέτη με σκοπό να εξετάσει προσεγγίσεις για την τροποποίηση του μικροβιώματος έτσι ώστε να προληφθεί η εμφάνιση της long COVID και να ενισχυθούν τα επίπεδα των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό σε ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.

«Είναι γνωστό ότι το εντερικό μικροβίωμα μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την υγεία του ανθρώπου», εξηγεί η Ng. «Εμπλέκεται στη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην πρόληψη των λοιμώξεων, στην απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών, καθώς και στη λειτουργία του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Αν αναλογιστούμε τον τεράστιο αριθμό ασθενών που μολύνθηκαν με τον ιό SARS-CoV-2 κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πολύ εύκολα ότι οι προσεγγίσεις για την τροποποίηση του εντερικού μικροβιώματος αποτελούν ένα σημαντικό όπλο για τον περιορισμό της επιβάρυνσης στα συστήματα υγείας».

Αρκετοί επιστήμονες καλωσόρισαν τα αποτελέσματα της μελέτης, ωστόσο υποστήριξαν ότι προς το παρόν δεν επηρεάζουν τον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των ασθενών. Ωστόσο, η σύνδεση συγκεκριμένων ειδών βακτηρίων με συγκεκριμένα συμπτώματα της long COVID ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι κανένας από τους ασθενείς που εξετάστηκαν δεν είχε εμβολιαστεί, καθώς εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν ακόμα εμβόλια. Κατά συνέπεια, μελλοντικές μελέτες θα πρέπει επίσης να εξετάσουν αν και πως ο εμβολιασμός επηρεάζει το εντερικό μικροβίωμα και τον κίνδυνο εμφάνισης long COVID.

 

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα