Εμβόλια COVID-19: Η Ποιότητα των Αντισωμάτων Βελτιώνεται Ακόμα και 6 Μήνες μετά τον Εμβολιασμό

Για τουλάχιστον 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό για την COVID-19, τα αντισώματα που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα εξειδικεύονται περισσότερο και μπορούν να εξουδετερώσουν όλο και πιο αποτελεσματικά τον SARS-CoV-2, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας που εξέτασε την απόκριση αντισωμάτων για το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech.

Το γεγονός ότι η ποιότητα των αντισωμάτων αυξάνεται όσο μειώνεται η ποσότητά τους δεν αποτελεί έκπληξη καθώς το φαινόμενο αυτό είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν σε πειραματόζωα σε μία μελέτη του 1964. Η νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Nature είναι η πρώτη που επιβεβαιώνει ότι η ποιότητα των αντισωμάτων βελτιώνεται σταδιακά και στον άνθρωπο.

Ουσιαστικά, η έρευνα έδειξε ότι η ποσότητα των αντισωμάτων μειώνεται σταδιακά με σκοπό να επιτευχθεί μία σταθερή κατάσταση. Η μαζική παραγωγή αντισωμάτων απαιτεί μεγάλη κατανάλωση ενέργειας και επομένως δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα. Κατά συνέπεια, το ανοσοποιητικό σύστημα τελειοποιεί τα αντισώματα που παράγονται με αποτέλεσμα να μπορούν να προστατεύσουν από τον ιό και σε χαμηλότερες ποσότητες.

«Εφόσον ο ιός δεν μεταλλάσσεται, οι αρχικές δύο δόσεις των εμβολίων είναι αρκετές για να μας προστατεύσουν από αυτόν για αρκετά χρόνια, παρά το γεγονός ότι η ποσότητα των αντισωμάτων μειώνεται. Η απόκριση αντισωμάτων που παρατηρήσαμε είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Μάλιστα, σε αρκετά άτομα που εμβολιάστηκαν, η ποιότητα των αντισωμάτων συνεχίζει να βελτιώνεται ακόμα και 6 μήνες μετά τη χορήγηση της 2ης δόσης. Αυτό είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Το πρόβλημα είναι ότι ο ιός συνεχίζει να μεταλλάσσεται και να παρουσιάζονται νέα στελέχη. Επομένως, αν και τα αντισώματα μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα το αρχικό στέλεχος, η αποτελεσματικότητά τους ενάντια στα νεότερα αυτά στελέχη δεν είναι εξίσου υψηλή», αναφέρει ο επικεφαλής της έρευνας, Ali Ellebedy, Phd.

Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που παράγουν αντισώματα είναι τα Β λεμφοκύτταρα. Προκειμένου να παρακολουθήσουν την απόκριση των Β λεμφοκυττάρων από την αρχή της, οι επιστήμονες θα πρέπει να λαμβάνουν δείγματα σε όλα τα στάδια, από τη μόλυνση μέχρι την κορύφωση της παραγωγής αντισωμάτων και την εμφάνιση κυττάρων μνήμης, τα οποία θα μπορούν να δημιουργήσουν ταχέως αντισώματα σε μία μελλοντική συνάντηση με τον ιό. Σε κάθε στάδιο, ανιχνεύονται συγκεκριμένα Β λεμφοκύτταρα στο αίμα, τους λεμφαδένες και το νωτιαίο μυελό. Η λήψη δείγματος από τους λεμφαδένες χρειάζεται ειδικό υπέρηχο που μπορεί να εντοπίσει τα βλαστικά κέντρα, ενώ για το δείγμα του νωτιαίου μυελού χρειάζεται παρακέντηση στην πύελο.

Η επιστημονική ομάδα έλαβε δείγμα αίματος από 42 εθελοντές και δείγμα λεμφαδένων από 15 εθελοντές πριν την 1η δόση του εμβολίου της Pfizer/BioNTech και στις 3, 4, 5, 7, 15 και 29 εβδομάδες μετά την 1η δόση. 11 εθελοντές έδωσαν επίσης δείγματα μυελού των οστών στις 29 και 40 εβδομάδες μετά την 1η δόση.

Συνολικά 8 εθελοντές έδωσαν και τα 3 είδη δειγμάτων γεγονός που επέτρεψε στους επιστήμονες να παρακολουθήσουν την πορεία της απόκρισης αντισωμάτων με λεπτομέρεια. Κανένας από τους εθελοντές δεν είχε ιστορικό COVID-19, επομένως οι επιστήμονες παρακολούθησαν την εξέλιξη της ανοσιακή απόκρισης που προκαλεί το εμβόλιο.

Όπως διαπίστωσαν, τα Β λεμφοκύτταρα που στοχεύουν τον SARS-CoV-2 παρέμειναν στα βλαστικά κέντρα των εθελοντών για αρκετούς μήνες. Ακόμα και 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό τους, 10 στους 15 εθελοντές είχαν ακόμα Β λεμφοκύτταρα στα βλαστικά κέντρα. Τα τελευταία αποτελούν ειδικά κέντρα όπου τα Β λεμφοκύτταρα «εκπαιδεύονται» έτσι ώστε να μπορούν να παρασκευάσουν καλύτερης ποιότητας αντισώματα. Όσο περισσότερο παραμένουν τα Β λεμφοκύτταρα στα βλαστικά κέντρα, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα των αντισωμάτων που παράγουν. Πριν την έρευνα, οι επιστήμονες περίμεναν ότι τα Β λεμφοκύτταρα θα παραμείνουν στα βλαστικά κέντρα για λίγες εβδομάδες, επομένως το γεγονός ότι παραμένουν για μεγαλύτερη διάρκεια ήταν μία ευχάριστη έκπληξη.

Μάλιστα, σε ένα από τα πειράματα που έκανε η επιστημονική ομάδα διαπιστώθηκε ότι τα αντισώματα που είχαν οι ασθενείς 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό τους ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά. Συγκεκριμένα, μόλις το 20% των αντισωμάτων που παράγονται αμέσως μετά τον εμβολιασμό μπορούσαν να προσδεθούν σε πρωτεΐνες του ιού, ενώ 6 μήνες αργότερα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 80%.

«Όταν εξετάζουμε τα αντισώματα δεν θα πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο στην ποσότητα. Τα αντισώματα στους 6 μήνες μπορεί να ήταν λιγότερα σε αριθμό, αλλά ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά. Η τελειοποίηση των αντισωμάτων γίνεται αυτόματα από τον οργανισμό. Ακόμα και 6 μήνες αργότερα, τα βλαστικά κέντρα συνεχίζουν να εκπαιδεύουν τα Β λεμφοκύτταρα», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Προφανώς, η ποιότητα των αντισωμάτων εκτιμήθηκε για το αρχικό στέλεχος της πανδημίας, με βάση το οποίο σχεδιάστηκαν τα εμβόλια που κυκλοφορούν σήμερα. Εφόσον ένα νεότερο στέλεχος διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από το αρχικό, ενδέχεται τα αντισώματα αυτά να μην μπορούν να το εξουδετερώσουν. Η επιστημονική ομάδα έχει ήδη ξεκινήσει νέες μελέτες στις οποίες εξετάζει την αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων από τις ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων.

Φωτογραφία: Artem Podrez / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα