Εμβόλια COVID-19: Θα Χρειαστούμε Ενισχυτικές Δόσεις;

Πριν από μερικές ημέρες, ο CEO της Pfizer, Albert Bourla, υποστήριξε ότι αυτοί που έχουν εμβολιαστεί για την COVID-19, κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστούν νέα ενισχυτική δόση του εμβολίου σε 6-12 μήνες, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το εμβόλιο να χορηγείται ετησίως, όπως συμβαίνει και με το εμβόλιο της γρίπης.

Αρκετοί ειδικοί, ωστόσο, θέλησαν να βάλουν φρένο στις θεωρίες σχετικά με τις ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων της COVID-19, μεταξύ των οποίων και ο Paul Offit, MD, ένας ειδικός στο θέμα του εμβολιασμού από το Children’s Hospital της Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ.

Όπως τόνισε, ακόμα είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε αν χρειάζονται ενισχυτικές δόσεις και θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον 1 έτος από τη χορήγηση των εμβολίων στους ασθενείς των κλινικών δοκιμών προκειμένου να έχουμε μία πιο καθαρή εικόνα.

Αν και στο παρελθόν άλλοι ειδικοί είχαν υποστηρίξει ότι δεν αποκλείεται να χρειάζονται ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων της COVID-19, προς το παρόν δεν γνωρίζουμε αν η συχνότητα των δόσεων αυτών θα επηρεάζεται από το είδος του εμβολίου, την ανοσιακή απόκριση ή άλλους παράγοντες.

Ορισμένοι επιστήμονες υποστήριξαν ότι ενδέχεται να εμβολιαζόμαστε συχνά αν η ανοσιακή απόκριση για τον SARS-CoV-2 αρχίσει να φθίνει. Προφανώς, το είδος του εμβολίου που κάναμε είναι σίγουρα ένας παράγοντας που θα επηρεάσει τη συχνότητα των ενισχυτικών δόσεων. Τα mRNA εμβόλια, για παράδειγμα, δημιουργούν ισχυρή ανοσία, επομένως οι ενισχυτικές δόσεις σε αυτά θα γίνονται μάλλον πιο αραιά σε σχέση με τα εμβόλια που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογίες.

Σίγουρα, η ικανότητα του ιού να παρουσιάζει μεταλλάξεις είναι ένας ακόμα παράγοντας που θα επηρεάσει την πιθανότητα χορήγησης ενισχυτικών δόσεων.

Σήμερα, έχουν ήδη εμφανιστεί ορισμένα περιστατικά νόσησης σε ασθενείς που εμβολιάστηκαν. Έχουν καταγραφεί επίσης περιστατικά επαναμολύνσεων σε ασθενείς με ιστορικό λοίμωξης COVID-19, αν και ακόμα δεν γνωρίζουμε ποια είναι η πραγματική συχνότητα των τελευταίων. Οι 4 κορονοϊοί που κυκλοφορούν σήμερα και προκαλούν συμπτώματα κοινού κρυολογήματος μπορούν να μολύνουν ξανά τον ίδιο ασθενή μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, επομένως είναι πολύ πιθανό να συμβεί το ίδιο και με τον SARS-CoV-2.

Στους επιδημικούς κορονοϊούς MERS-CoV και SARS-CoV, έχουμε παρατηρήσει ότι προκαλείται ισχυρή ανοσιακή απόκριση η οποία έχει μεγάλη διάρκεια στο εργαστήριο, ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν μπορεί να προστατεύσει από τις επαναμολύνσεις.

Αυτό είναι κάτι που προφανώς δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε από την κυκλοφορία τους στον πληθυσμό, καθώς αυτή τη στιγμή έχουν σχεδόν εξαλειφθεί.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι εφόσον υπάρχουν ανεμβολίαστοι πληθυσμοί στους οποίους μπορεί να κυκλοφορήσει ο ιός, είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν νέα μεταλλαγμένα στελέχη τα οποία θα μπορούν να αποφεύγουν την εξουδετέρωση από τα αντισώματα των εμβολίων. Προφανώς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα νέα στελέχη θα χρειαστούν ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων.

Αυτή τη στιγμή οι επιστήμονες παρακολουθούν την πορεία της πανδημίας και την εξέλιξη των παραπάνω παραγόντων. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε επίσης καλύτερα την ανοσιακή απόκριση στον εμβολιασμό.

Προς το παρόν, αυτό που εξετάζουμε για να διαπιστώσουμε αν ο εμβολιασμός έχει επιτύχει είναι τα αντισώματα, ωστόσο ενδεχομένως η κυτταρική ανοσία από τα Τ λεμφοκύτταρα να είναι σημαντικότερη αναφορικά με τον κίνδυνο επαναμολύνσεων.

Το άλλο στοιχείο που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε είναι ο συνολικός αριθμός των επαναμολύνσεων. Αν διαπιστώσουμε ότι αρχίζει να αυξάνεται, τότε θα είναι εύκολο να δημιουργήσουμε ένα μαθηματικό μοντέλο που θα μας δείξει πότε πρέπει να χορηγηθεί ενισχυτική δόση.

Τα συστήματα για την παρακολούθηση της πανδημίας πιθανώς θα ανιχνεύσουν μία μικρή αύξηση στα ήπια περιστατικά όταν η ανοσία του πληθυσμού θα αρχίσει να φθίνει. Προφανώς, καθώς θα υπάρχει ακόμα μερική ανοσία δεν θα υπάρχουν νοσηλείες στη ΜΕΘ και θάνατοι σε εμβολιασμένα άτομα, ωστόσο μόλις αρχίσουν να νοσούν, αυτό θα είναι μία ένδειξη για την ανάγκη ενισχυτικών δόσεων.

Όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να είμαστε ήδη προετοιμασμένοι. Κατά συνέπεια, η παραγωγή ενισχυτικών δόσεων πρέπει να ξεκινήσει εγκαίρως για να είναι διαθέσιμα όταν εμφανιστεί αυτή η ανάγκη. Οι ενισχυτικές δόσεις, προφανώς θα πρέπει να μπορούν να αντιμετωπίσουν και τα νεότερα στελέχη.

Οι παρασκευάστριες εταιρίες των εμβολίων έχουν ήδη αρχίσει να προετοιμάζονται γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Η Pfizer εξετάζει ήδη την αποτελεσματικότητα μίας τρίτης δόσης η οποία θα χορηγείται 6-12 μήνες μετά τις 2 αρχικές δόσεις. Η ενισχυτική δόση της εταιρίας είναι ειδικά προσαρμοσμένη στο στέλεχος Β.1.351 (Νότιας Αφρικής). Η Moderna έχει επίσης ξεκινήσει μία κλινική δοκιμή της 3ης δόσης για το παραπάνω στέλεχος.

Προς το παρόν, τόσο η Pfizer όσο και η Moderna έχουν παρατηρήσει ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων τους παραμένει υψηλή μετά από 6 μήνες (91.3% και 90%, αντίστοιχα), ωστόσο αυτό δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, θα πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση, έτσι ώστε να μην επιτρέψουμε στον ιό να ανακάμψει διακυβεύοντας έτσι την ανοσία της αγέλης.

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα