COVID-19: Νέα Δεδομένα για τους Μηχανισμούς της Φλεγμονής στους Ασθενείς που Νοσούν Σοβαρά

Μία νέα έρευνα από το Boston Children’s Hospital εξηγεί για πρώτη φορά γιατί η COVID-19 προκαλεί ανεξέλεγκτη φλεγμονή σε ορισμένους ασθενείς, μία κατάσταση που ενοχοποιείται για την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και τις βλάβες που παρατηρούνται σε διάφορα όργανα. Μάλιστα,  η επιστημονική ομάδα παρατήρησε επίσης ότι τα αντισώματα που δημιουργούνται κατά τη φυσική λοίμωξη με τον ιό μπορεί να ενισχύσουν τη φλεγμονή σε ορισμένους ασθενείς, κάτι που δεν παρατηρείται με τα αντισώματα από τα mRNA εμβόλια.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στις 6 Απριλίου στο επιστημονικό περιοδικό Nature.

«Θέλαμε να εξερευνήσουμε περισσότερο τις διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς που νοσούν ήπια και αυτούς που παρουσιάζουν σοβαρά συμπτώματα από την COVID-19. Γνωρίζαμε ότι οι δείκτες φλεγμονής είναι αυξημένοι στους ασθενείς που νοσούν σοβαρά, ωστόσο δεν είχαμε κατανοήσει ακόμα ποιοι παράγοντες ενοχοποιούνται για την εμφάνιση της φλεγμονής», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα αίματος από ασθενείς με COVID-19 που προσήλθαν στα επείγοντα του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης. Ακολούθως συνέκριναν τα παραπάνω με δείγματα που είχαν λάβει από ασθενείς με άλλες παθήσεις του αναπνευστικού, καθώς και δείγματα από υγιείς εθελοντές. Στη μελέτη εξετάστηκαν επίσης δείγματα ιστών από ασθενείς που κατέληξαν με COVID-19.

Θάνατος των Ανοσιακών Κυττάρων

Όπως διαπίστωσε η επιστημονική ομάδα, ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να μολύνει τα μονοκύτταρα (κύτταρα του αίματος που αντιμετωπίζουν τον ιό στα πρώιμα στάδια της λοίμωξης), καθώς και τα μακροφάγα που βρίσκονται στους πνεύμονες. Η καταστροφή των παραπάνω κυττάρων από τον ιό μέσω μίας διαδικασίας που λέγεται πυρόπτωση, παράγει ισχυρά φλεγμονώδη σήματα.

«Στους ασθενείς που είχαν μολυνθεί με τον ιό, περίπου το 6% των μονοκυττάρων στο αίμα είχαν καταστραφεί από την πυρόπτωση. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς τυπικά τα κύτταρα που έχουν καταστραφεί απομακρύνονται ταχέως από τον οργανισμό», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Εξετάζοντας τους πνευμονικούς ιστούς ασθενών που είχαν καταλήξει από COVID-19, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι σχεδόν το 25% των μακροφάγων είχαν καταστραφεί.

Ακολούθως οι επιστήμονες προσπάθησαν να διαπιστώσουν αν τα κύτταρα αυτά είχαν μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV-2 και παρατήρησαν ότι πράγματι αυτό συνέβαινε για το 10% των μονοκυττάρων και το 8% των μακροφάγων του πνεύμονα.

Το γεγονός ότι τα μονοκύτταρα και τα μακροφάγα είναι δυνατό να μολυνθούν με τον SARS-CoV-2 αποτέλεσε έκπληξη, καθώς τα μονοκύτταρα δεν έχουν υποδοχείς ACE2, δηλαδή την τυπική πύλη εισόδου που χρησιμοποιεί ο ιός για να μολύνει τα κύτταρα του ανθρώπου. Τα μακροφάγα με τη σειρά τους έχουν ελάχιστους υποδοχείς ACE2. Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, το γεγονός αυτό δεν είχε παρατηρηθεί σε προηγούμενες μελέτες, καθώς οι έρευνες αυτού του είδους εξετάζουν συνήθως αποκλειστικά παγωμένα δείγματα αίματος, στα οποία δεν υπάρχουν κατεστραμμένα κύτταρα.

Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι, αν και ο SARS-CoV-2 μολύνει τα μονοκύτταρα και τα μακροφάγα, δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί σε κύτταρα αυτά. Όπως τόνισαν οι συγγραφείς, η ταχεία καταστροφή των κυττάρων κατά την πυρόπτωση δεν επιτρέπει στον ιό να δημιουργήσει νέα σωματίδια.

«Σε κάποιο βαθμό, η μόλυνση αυτών των κυττάρων από τον ιό σταματά τον πολλαπλασιασμό του τελευταίου προσελκύοντας παράλληλα νέα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δημιουργεί φλεγμονώδη μόρια, δημιουργώντας έτσι μία κατάσταση που μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη για τους ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες», αναφέρει η επιστημονική ομάδα.

Τα Αντισώματα Διευκολύνουν τη Λοίμωξη;

Μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι μία συγκεκριμένη κατηγορία μονοκυττάρων ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη στη μόλυνση με τον ιό. Τα μονοκύτταρα αυτά φέρουν τους υποδοχείς CD16 και απαρτίζουν το 10% περίπου του συνολικού αριθμού των μονοκυττάρων. Ωστόσο, το ποσοστό τους ήταν σημαντικά αυξημένο στους ασθενείς με COVID-19, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές. Επιπλέον, το 50% των κυττάρων αυτών είχε μολυνθεί με τον SARS-CoV-2, χωρίς ωστόσο ο ιός να μολύνει κανένα άλλο είδος μονοκυττάρων.

Ο υποδοχέας CD16 φαίνεται ότι αναγνωρίζει τα αντισώματα για την πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα αντισώματα αυτά μπορεί να διευκολύνουν τη μόλυνση των μονοκυττάρων που φέρουν τον παραπάνω υποδοχέα. Όπως υποστήριξαν, τα αντισώματα αυτά καλύπτουν τον ιό και οι υποδοχείς CD16 αναγνωρίζουν τα αντισώματα, προσλαμβάνοντας έτσι σωματίδια του ιού.

Στο επόμενο κομμάτι της μελέτης τους οι επιστήμονες εξέτασαν ασθενείς που είχαν κάνει κάποιο από τα mRNA εμβόλια. Όπως παρατήρησαν, τα αντισώματα σε αυτούς τους ασθενείς δεν διευκόλυναν τη μόλυνση των κυττάρων από τον SARS-CoV-2. Αν και προς το παρόν οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν τα αίτια του παραπάνω φαινομένου, εξήγησαν ότι τα αντισώματα των εμβολίων έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτά της φυσικής λοίμωξης και δεν προσδένονται εξίσου ισχυρά στον υποδοχέα CD16. Ως αποτέλεσμα, τα κύτταρα δεν τα αναγνωρίζουν και δεν προσλαμβάνουν τον ιό.

Καταλήγοντας, η επιστημονική ομάδα υποστήριξε ότι οι παρατηρήσεις της μελέτης προσφέρουν σημαντικά δεδομένα για την ανάπτυξη θεραπειών με μονοκλωνικά αντισώματα, εξηγώντας παράλληλα γιατί οι θεραπείες αυτές είναι αποτελεσματικές μόνο όταν χορηγούνται νωρίς στην πορεία της λοίμωξης. «Αργότερα, τα αντισώματα μπορεί να ενισχύσουν τη φλεγμονή», καταλήγουν οι συγγραφείς, τονίζοντας ότι θα πρέπει να εξετάσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά των αντισωμάτων.

Φωτογραφία: RODNAE Productions / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα