COVID-19: Μπορεί να Προκαλέσει Διαταραχές του Ύπνου;

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Neuroscience and Behavioral Psychology, οι διαταραχές του ύπνου και της διάθεσης, καθώς και το αίσθημα κόπωσης που εμφανίζονται μετά την COVID-19 είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται συνολικά στους ασθενείς και όχι ως ξεχωριστά συμπτώματα.

Κατά τη διάρκεια μίας πανδημίας, αρκετοί παράγοντες καθιστούν δυσκολότερες τις μελέτες που ασχολούνται με θέματα ψυχικής υγείας. Αρχικά, η χρήση ερωτηματολογίων μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα, ενώ και η ερμηνεία των απαντήσεων στα παραπάνω ερωτηματολόγια μπορεί να είναι διαφορετική από τον κάθε επιστήμονα. Ακόμη, η διεξαγωγή μίας μελέτης μπορεί να περιπλεχθεί αν ο ασθενής βρίσκεται σε καραντίνα ή αν έχει επιβαρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τη λοίμωξη με τον ιό. Κατά συνέπεια, η χρήση μεθόδων τηλεϊατρικής αποτελεί μονόδρομο για τη διεξαγωγή ερευνών και, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με τον κατάλληλο εξοπλισμό στο νοσοκομείο μπορεί να διευκολύνει την ψυχιατρική εξέταση χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία του ασθενούς.

Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν συνολικά 119 νοσηλευόμενοι ασθενείς με επιβεβαιωμένη COVID-19 οι οποίοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους, αισθήματος κόπωσης ή διαταραχών του ύπνου. Οι ασθενείς που είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα στα παραπάνω ερωτηματολόγια έκαναν επίσης συνεντεύξεις με ψυχιάτρους.

Όπως παρατήρησε η μελέτη, τόσο οι διαταραχές του ύπνου όσο και οι διαταραχές της διάθεσης ήταν συχνότερες στους εθελοντές της μελέτης συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό. Συνολικά, το 28% των ασθενών ανέφεραν έκπτωση της διάθεσης, το 27% ανέφερε διαταραχές του ύπνου, ενώ το 73% είχε αίσθημα κόπωσης. Οι τελευταίοι ασθενείς είχαν επίσης αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους.

Από τα αποτελέσματα της μελέτης φαίνεται ότι η κατάθλιψη μπορεί να ενοχοποιείται για τη μειωμένη ενέργεια που αντιμετωπίζουν αρκετοί ασθενείς μετά την ανάρρωσή τους από την COVID-19. Οι περισσότεροι γιατροί αποδίδουν το παραπάνω φαινόμενο στα σωματικά συμπτώματα που προκαλεί η λοίμωξη, αγνοώντας το γεγονός ότι μπορεί να επηρεάσει και την ψυχική υγεία στον ίδιο βαθμό, αν όχι περισσότερο. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια ορισμένων συμπτωμάτων στους ασθενείς, παρά το γεγονός ότι οι εξετάσεις τους μπορεί να είναι φυσιολογικές. Η παρούσα μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους στους ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19 μπορεί να επηρεάσουν και την ποιότητα του ύπνου.

«Αν και σίγουρα υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις διαταραχές της διάθεσης και του ύπνου, είναι σημαντικό να εξετάσουμε με λεπτομέρεια τη σύνδεση αυτή, ιδιαίτερα στους ασθενείς με ιστορικό COVID-19. Σήμερα, αρκετοί γιατροί αγνοούν τα παραπάνω συμπτώματα στους ασθενείς και επικεντρώνονται περισσότερο στα σωματικά συμπτώματα που προκαλεί ο ιός. Οι διαταραχές του ύπνου σε αυτούς τους ασθενείς συχνά μπορεί να συνδεθούν με παράγοντες όπως η διάρκεια παραμονής στη ΜΕΘ ή η παρατεταμένη ακινησία, αλλά όχι οι διαταραχές της διάθεσης. Τα δεδομένα της μελέτης μας δείχνουν ότι είναι σημαντικό να γίνεται ψυχιατρική εκτίμηση στους ασθενείς που αναφέρουν διαταραχές του ύπνου μετά την ανάρρωσή τους από COVID-19», αναφέρουν οι συγγραφείς στη μελέτη τους.

Στο παρελθόν, διάφορες έρευνες είχαν εξετάσει τη συχνότητα των διαταραχών διάθεσης και ύπνου στους ασθενείς με COVID-19 τόσο κατά τη διάρκεια του κύματος από το στέλεχος Όμικρον όσο και σε προηγούμενα κύματα της πανδημίας. Για παράδειγμα, μία μελέτη από την Ιταλία είχε διαπιστώσει αύξηση των διαταραχών άγχους από 5% σε 36% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντίστοιχη ήταν και η αύξηση στις διαταραχές του ύπνου. Συγκεκριμένα, από 27.6% πριν την πανδημία της COVID-19, οι διαταραχές αυτές έφτασαν στο 51.2%.

Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν ότι υπάρχει ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στις διαταραχές της διάθεσης, της διαταραχές του ύπνου και το αίσθημα κόπωσης. Η σύνδεση αυτή συχνά αγνοείται από τους γιατρούς, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς. Για παράδειγμα όταν ένας ασθενής αναφέρει διαταραχές της διάθεσης στον γιατρό του, ο τελευταίος μπορεί να μην τον ρωτήσει αν έχει επίσης διαταραχές του ύπνου ή το αντίστροφο.

Η αντιμετώπιση των παραπάνω συμπτωμάτων στους ασθενείς με COVID-19 αποτελεί πρόκληση σήμερα. Αρχικά, όπως ανέφεραν οι συγγραφείς, τα φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπισή τους θα πρέπει να μην αλληλεπιδρούν αρνητικά με την κύρια αγωγή που λαμβάνει ο ασθενής για την αντιμετώπιση της λοίμωξης. Για παράδειγμα, οι βενζοδιαζεπίνες (αγχολυτικά) μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τα αναπνευστικά συμπτώματα των ασθενών. Κατά συνέπεια, μπορεί να χορηγηθούν μόνο άλλα είδη αγχολυτικών ή εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI). Η θεραπεία προφανώς θα πρέπει να παρακολουθείται από γιατρό και να τροποποιείται κατάλληλα από αυτόν.

«Η πανδημία έχει επηρεάσει σημαντικά τα ποσοστά ψυχιατρικών νόσων στον πληθυσμό. Πλέον παρατηρούμε σαφή αύξηση στα ποσοστά αρκετών νευροψυχιατρικών διαγνώσεων. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν ότι η COVID-19 έχει προκαλέσει αύξηση τόσο στα περιστατικά κατάθλιψης και άγχους, όσο και στις διαταραχές του ύπνου», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: cottonbro / Pexels

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα