Δυσανεξία στη Λακτόζη: Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε

Οι ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη αδυνατούν να μεταβολίσουν το σάκχαρο αυτό καθώς το γαστρεντερικό τους σύστημα δεν παράγει ένα ένζυμο που είναι απαραίτητο για την παραπάνω διαδικασία. Το ένζυμο αυτό είναι η λακτάση. Ως αποτέλεσμα, αν οι ασθενείς αυτοί καταναλώσουν τρόφιμα που περιέχουν λακτόζη μπορεί να παρουσιάσουν μετεωρισμό, παραγωγή αερίων και διάρροια.

Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο που βρίσκεται στο γάλα και τα παράγωγά του.

Η δυσανεξία στη λακτόζη διαφέρει από την αλλεργία στο γάλα. Στην τελευταία, ο οργανισμός αντιδρά στις πρωτεΐνες του γάλακτος και όχι στα σάκχαρα. Η αλλεργία στο γάλα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά συμπτώματα, όπως η αναφυλαξία.

Ένας ασθενής με σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να αποφεύγει όχι μόνο το γάλα και τα προϊόντα του, όπως το παγωτό, αλλά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα που περιέχουν σκόνη ή ορό γάλακτος.

Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτόζη ποικίλουν ανάλογα με την κάθε χώρα και μπορεί να κυμαίνονται από 5 μέχρι 70%.

Συμπτώματα

Οι ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζουν συμπτώματα μετά την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων που περιέχουν λακτόζη.

Τα συμπτώματα μπορεί να κυμαίνονται από ήπια δυσφορία μέχρι σοβαρή αντίδραση ανάλογα με την ποσότητα λακτάσης που μπορεί να παράγει το άτομο καθώς και την ποσότητα γάλακτος που καταναλώθηκε.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  • Παραγωγή αερίων
  • Μετεωρισμό
  • Κοιλιακό άλγος
  • Ναυτία
  • Διάρροια

Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί αφυδάτωση.

Διάγνωση

Οι ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να κρατούν ημερολόγιο με τα τρόφιμα που καταναλώνουν καθημερινά, τα συμπτώματα, καθώς και τη χρονική στιγμή που αυτά εμφανίζονται πριν επισκεφθούν τον γιατρό. Αυτό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη διάγνωση.

Ο γιατρός μπορεί να προτείνει στον ασθενή μία διατροφή χωρίς λακτόζη για δύο εβδομάδες για να διαπιστώσει αν βελτιώνονται τα συμπτώματα. Στην περίπτωση αυτή, επιβεβαιώνεται η διάγνωση δυσανεξίας στη λακτόζη.

Διάφορες εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν τη δυσανεξία.

Δοκιμασία Αναπνοής Υδρογόνου. Ο ασθενής κάνει νηστεία τη νύχτα και στη συνέχεια πίνει ένα διάλυμα λακτόζης το πρωί. Ακολούθως υπολογίζεται η συγκέντρωση υδρογόνου στον αέρα της εκπνοής. Υψηλά επίπεδα υδρογόνου είναι ενδεικτικά δυσανεξίας στη λακτόζη.

Εξέταση Αίματος για τη Δυσανεξία στη Λακτόζη. Ο ασθενής καταναλώνει ένα διάλυμα με λακτόζη και στη συνέχεια λαμβάνεται δείγμα αίματος για να προσδιοριστούν τα επίπεδα γλυκόζης. Αν αυτά δεν έχουν μεταβληθεί, σημαίνει ότι η γλυκόζη δεν κατάφερε να φτάσει στο αίμα. Επομένως, η λακτόζη δεν διασπάστηκε σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Η ίδια εξέταση μπορεί να γίνει και με κατανάλωση γάλακτος αντί για διάλυμα λακτόζης.

Δείγμα Κοπράνων. Οι δύο παραπάνω εξετάσεις δεν μπορούν να γίνουν σε βρέφη, επομένως σε αυτά λαμβάνεται δείγμα κοπράνων. Η αυξημένη οξύτητα των κοπράνων ή τα υψηλά επίπεδα λιπαρών οξέων αποτελούν ενδείξεις δυσανεξίας στη λακτόζη.

Βιοψία για Υποκείμενη Νόσο. Αν τα συμπτώματα αποδίδονται σε κάποια υποκείμενη νόσο, όπως η κοιλιοκάκη, μπορεί να γίνει βιοψία στο λεπτό έντερο. Κατά την εξέταση αυτή λαμβάνεται ένα δείγμα ιστού από το λεπτό έντερο το οποίο εξετάζεται στο μικροσκόπιο.

Θεραπεία

Η καλύτερη θεραπεία για τους ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη είναι η αποφυγή των τροφίμων που περιέχουν λακτόζη.

Οι ασθενείς που δεν καταναλώνουν προϊόντα γάλακτος μπορεί να έχουν δυσανεξία χωρίς να το γνωρίζουν, καθώς δεν προκαλούνται συμπτώματα.

Αν ωστόσο κάποιος πάσχει από μία υποκείμενη νόσο που προκαλεί αντίστοιχα συμπτώματα είναι σημαντικό να λάβει θεραπεία γι’αυτή.

Η αποφυγή της λακτόζης δεν είναι εύκολη για αρκετούς και χρειάζεται εξοικείωση. Οι ταμπέλες που βρίσκονται πάνω σε κάθε τρόφιμο αναγράφουν συνήθως αν περιέχει γάλα ή προϊόντα γάλακτος.

Τυπικά πρέπει να γίνεται διατροφή χωρίς λακτόζη για 2 εβδομάδες και στη συνέχεια να εισάγονται σταδιακά τρόφιμα με λακτόζη έτσι ώστε να εκτιμηθούν τα επίπεδα ανοχής. Οι περισσότεροι ασθενείς με δυσανεξία μπορούν συνήθως να καταναλώσουν 12γρ λακτόζης κάθε φορά χωρίς να παρουσιαστούν συμπτώματα.

Αίτια

Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών. Συνιστά περίπου το 4-5% του τυπικού γάλακτος της αγελάδας και σχεδόν το 36-38% του σκόνης πλήρους γάλακτος.

Η περιεκτικότητα του γάλακτος σε λακτόζη διαφέρει σε κάθε θηλαστικό. Το γάλα ταράνδου περιέχει σχεδόν 2.5% λακτόζη ενώ το γάλα φώκιας δεν περιέχει λακτόζη.

Η λακτάση είναι πρωτεΐνη και συγκεκριμένα ένα ένζυμο που παράγεται στο λεπτό έντερο. Ο οργανισμός χρησιμοποιεί τη λακτάση για να διασπάσει τη λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη, η οποία στη συνέχεια απορροφάται στην κυκλοφορία του αίματος.

Αν τα επίπεδα της λακτάσης είναι χαμηλά, η λακτόζη δεν διασπάται και δεν απορροφάται στο αίμα. Εισέρχεται έτσι στο παχύ έντερο και το ορθό. Τα βακτήρια που βρίσκονται εκεί αντιδρούν με τα προϊόντα που περιέχουν λακτόζη.

Είδη Δυσανεξίας και Ανεπάρκεια

Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συνήθως κληρονομική.

Στη συγγενή ανεπάρκεια λακτάσης ένας ασθενής κληρονομεί μία γενετική μετάλλαξη που οδηγεί σε μειωμένη ή περιορισμένη παραγωγή λακτάσης.

Στην οικογενή ανεπάρκεια λακτάσης, ο ασθενής παράγει επαρκή λακτάση, ωστόσο αυτή δεν διασπά τη λακτόζη και η τελευταία δεν απορροφάται στην κυκλοφορία του αίματος.

Η πρωτογενής ανεπάρκεια λακτάσης είναι ο πλέον κοινός τύπος δυσανεξίας στη λακτόζη. Είναι κληρονομική και εκδηλώνεται συνήθως πριν την ηλικία των 20 ετών. Τα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο ασθενής αρχίσει να καταναλώνει λιγότερο γάλα και συγκεκριμένα κατά τη μετάβαση του βρέφους από το γάλα στις στερεές τροφές. Η παραγωγή λακτάσης μειώνεται και εμφανίζονται συμπτώματα δυσανεξίας.

Σε ορισμένα άτομα, τα επίπεδα της λακτάσης μειώνονται από μικρή ηλικία, ωστόσο τα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη εμφανίζονται αρκετά χρόνια αργότερα.

Στη δευτερογενή ανεπάρκεια λακτάσης, διάφορες διαταραχές του λεπτού εντέρου οδηγούν σε μειωμένη παραγωγή λακτάσης. Πιθανά αίτια περιλαμβάνουν ένα χειρουργείο στο λεπτό έντερο, τη νόσο του Crohn, την ελκώδη κολίτιδα, τη χημειοθεραπεία, την κοιλιοκάκη και τη γαστρεντερίτιδα.

Αν η υποκείμενη νόσος είναι χρόνια, όπως για παράδειγμα η νόσος του Crohn, η δυσανεξία είναι επίσης χρόνια. Αν η δυσανεξία ξεκινά με μία οξεία νόσο, όπως μία γαστρεντερίτιδα, συνήθως υποχωρεί μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες.

Τρόφιμα που Πρέπει να Αποφεύγονται

Το γάλα και τα προϊόντα του περιέχουν λακτόζη και αρκετά επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν επίσης προϊόντα γάλακτος.

Οποιοδήποτε προϊόν περιέχει γάλα, λακτόζη, ορό ή σκόνη γάλακτος στα συστατικά του περιέχει λακτόζη. Κοινά τρόφιμα που περιέχουν λακτόζη περιλαμβάνουν:

  • Τα κέικ και τα μπισκότα
  • Οι σως με τυρί
  • Οι κρέμες
  • Η σοκολάτα γάλακτος
  • Οι τηγανίτες
  • Η ομελέτα

Οι ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να διαβάζουν προσεκτικά τα συστατικά των τροφίμων καθώς αρκετά τρόφιμα μπορεί να περιέχουν λακτόζη χωρίς αυτό να είναι προφανές. Παραδείγματα τέτοιων τροφίμων είναι:

  • Οι μπάρες muesli
  • Διάφορα αρτοποιήματα
  • Τα δημητριακά
  • Η μαργαρίνη
  • Ορισμένες σούπες
  • Διάφορα γλυκά
  • Ορισμένα επεξεργασμένα κρέατα
  • Η μαγιονέζα ή διάφορες σως για σαλάτα

Περίπου το 20% των φαρμάκων που χορηγούνται με συνταγή, όπως τα αντισυλληπτικά χάπια, και σχεδόν το 6% των υπολοίπων φαρμάκων περιέχουν επίσης λακτόζη.

Οι ασθενείς με σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να ενημερώσουν τον γιατρό ή το φαρμακοποιό τους γι’αυτή έτσι ώστε να μπορεί να χορηγήσει το κατάλληλο φάρμακο.

Οι γυναίκες με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να θηλάσουν κανονικά τα βρέφη τους. Το γάλα δεν θα προκαλέσει προβλήματα στο βρέφος ούτε να αυξήσει τον κίνδυνο δυσανεξίας. Το μητρικό γάλα έχει επίσης σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη του βρέφους.

Εναλλακτικά των Γαλακτοκομικών

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν μία σημαντική πηγή ασβεστίου, πρωτεϊνών και βιταμινών Α, Β12 και D. Ο περιορισμός των γαλακτοκομικών προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε υποσιτισμό, εκτός αν αντικατασταθούν με άλλα τρόφιμα ίσης διατροφικής αξίας.

Εναλλακτικές πηγές περιλαμβάνουν:

  • Ασβέστιο: Ξηροί καρποί και σπόροι, φασόλια, πορτοκάλια, σύκα, κινόα, όκρα, μπρόκολο, λάχανο και ενισχυμένα προϊόντα όπως ο χυμός πορτοκαλιού.
  • Βιταμίνη Α: Καρότα, μπρόκολο, γλυκοπατάτες, σπανάκι, κολοκύθι, αυγό, παπάγια, μάνγκο και αρακάς.
  • Βιταμίνη D: Τα επίπεδά της μπορεί να αυξηθούν με την έκθεση στο ηλιακό φως και την κατανάλωση ψαριών, αυγών, ιχθυελαίων και άλλων ενισχυμένων προϊόντων.
  • Γάλα χωρίς λακτόζη: Ένας ασθενής με σοβαρά συμπτώματα πρέπει να ελέγχει πάντοτε την ετικέτα για να βεβαιωθεί ότι το γάλα που αγοράζει δεν περιέχει λακτόζη. Αρκετά είδη γάλακτος από φυτά περιέχουν επίσης χαμηλές ποσότητες πρωτεϊνών σε σχέση με το γάλα αγελάδας.

Σύμφωνα με το Nutrition Australia, οι περισσότεροι ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη δεν χρειάζεται να αποφεύγουν εξ’ολοκλήρου τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Ακόμα και αυτοί με χαμηλά επίπεδα λακτάσης μπορούν να καταναλώσουν 12γρ λακτόζης ημερησίως χωρίς να παρουσιάσουν συμπτώματα. Ο διαμοιρασμός της ποσότητας αυτής σε μικρά τμήματα και η κατανάλωση μαζί με άλλα γεύματα ενισχύει την ανοχή.

Οι αλλαγές στη διατροφή πρέπει πάντοτε να γίνονται μόνο μετά από συνεννόηση με τον γιατρό ή το διαιτολόγο.

Φωτογραφία: Shiela Sund

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα