Μπορεί η πείνα να επηρεάσει την αντίληψη του χρονίου πόνου;

Η αντίληψη του πόνου έχει αρκετές χρησιμότητες. Χωρίς αυτή για παράδειγμα, δεν θα απομακρύναμε το χέρι μας από ένα μάτι κουζίνας. Ωστόσο, ο χρόνιος πόνος, όπως για παράδειγμα ο φλεγμονώδης πόνος μετά από ένα τραυματισμό, μπορεί να είναι περιοριστικός και να μας αποτρέπει από την διεκπεραίωση καθημερινών δραστηριοτήτων. Στη φύση, ο λήθαργος που προκαλείται από τον πόνο αυτό μπορεί να περιορίσει την επιβίωση.

Σύμφωνα με μία έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να καταστείλει το χρόνιο πόνο όταν το πειραματόζωο πεινάει, επιτρέποντάς του να αναζητήσει τροφή χωρίς να επηρεάζεται η αντίδρασή του στον οξύ πόνο. Οι επιστήμονες μπόρεσαν να αποδώσουν την ικανότητα αυτή του εγκεφάλου σε ένα μικρό πληθυσμό 300 εγκεφαλικών κυττάρων, μία ομάδα νευρώνων που μπορεί να αποτελέσει στόχο των μελλοντικών θεραπειών για το χρόνιο πόνο.

«Στη νευρολογία μπορούμε εύκολα να μελετήσουμε μία συμπεριφορά κάθε φορά», είπε ο Nicholas Betley, ένας από τους συντελεστές της έρευνας. «Η ομάδα μου μελετά το αίσθημα πείνας. Μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τους νευρώνες που δημιουργούν αυτό το αίσθημα, να τους τροποποιήσουμε και να παρατηρήσουμε τη δραστηριότητά τους. Ωστόσο, στους οργανισμούς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δεν υπάρχει κάποια κατάσταση που ο άνθρωπος έχει μόνο το αίσθημα πείνας. Ο στόχος της έρευνας ήταν να κατανοήσει πώς τα πειραματόζωα αφομοιώνουν διάφορες ανάγκες σε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά».

«Στην αρχή της έρευνας δεν περιμέναμε ότι η πείνα θα επηρέαζε την αίσθηση του πόνου σε τόσο μεγάλο βαθμό», είπε ο Alhadeff, ένας άλλος επιστήμονας της έρευνας, «ωστόσο όταν παρατηρήσαμε αυτή τη συμπεριφορά στα ζώα, καταλήξαμε ότι είχε λογική. Στα ζώα, δεν έχει σημασία αν έχουν κάποιο τραυματισμό, καθώς πρέπει να έχουν την ικανότητα να αναζητήσουν τροφή για την επιβίωσή τους».

Η έρευνα θα δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό Cell.

Η ομάδα του Betley έχει εστιαστεί στη μελέτη της πείνας, και συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει την αντίληψη. Για να μελετήσουν τη συσχέτιση αυτή, παρατήρησαν πώς αντιδρούν στον οξύ και το χρόνιο φλεγμονώδη πόνο τα ποντίκια που δεν έχουν τραφεί για 24 ώρες. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα ποντίκια αυτά παρουσίαζαν τον ίδιο βαθμό αντίδρασης στον οξύ πόνο, ωστόσο ήταν λιγότερο ευαίσθητα στο χρόνιο φλεγμονώδη πόνο σε σχέση με τα ποντίκια που είχαν τραφεί κανονικά. Η συμπεριφορά τους ομοίαζε αυτή ποντικών στα οποία είχε χορηγηθεί ένα αναλγητικό αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι τα πεινασμένα ποντίκια δεν απέφευγαν μία περιοχή στην οποία είχαν εκτεθεί σε φλεγμονώδη πόνο, σε αντίθεση με τα ποντίκια που είχαν τραφεί κανονικά.

Στη συνέχεια οι επιστήμονες έπρεπε να αναζητήσουν ποιο τμήμα του εγκεφάλου επεξεργαζόταν την αλληλεπίδραση της πείνας και του πόνου. Για το σκοπό αυτό, πειραματίστηκαν με μία ομάδα νευρώνων, τους AgRP, οι οποίοι είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την πείνα. Διαπίστωσαν, ακολούθως, ότι η ενεργοποίηση των νευρώνων αυτών προκαλούσε άμβλυνση της αντίληψης του χρόνου πόνου, ενώ η αντίληψη του οξέος παρέμενε αμετάβλητη.

Για να ταυτοποιήσουν ακριβώς ποια περιοχή του εγκεφάλου εμπλέκεται, οι ερευνητές προσπάθησαν να ανιχνεύσουν ποιος υποπληθυσμός των AgRP νευρώνων είναι αυτός που συνδυάζει την πείνα με το φλεγμονώδη πόνο. Ενεργοποιώντας έναν υποπληθυσμό κάθε φορά, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μόλις λίγες εκατοντάδες AgRP νευρώνων κατέστειλαν σημαντικά το φλεγμονώδη πόνο.

«Δείξαμε ότι η οξεία αντίδραση στον πόνο παρέμεινε ανεπηρέαστη, ωστόσο η αντίδραση στον φλεγμονώδη πόνο υποχώρησε σε σημαντικό βαθμό», είπε ο Alhadeff.

«Είναι εντυπωσικό ότι από τα δισεκατομμύρια νευρώνων που βρίσκονται στον εγκέφαλο, μόλις μερικές εκατοντάδες ρυθμίζουν αυτή τη συμπεριφορά», συμπλήρωσε ο Betley.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές έκαναν περισσότερα πειράματα και ταυτοποίησαν το μόριο NPY, ως υπεύθυνο για τον εκλεκτικό αποκλεισμό της αντίληψης του φλεγμονώδους πόνου. Ο αποκλεισμός των υποδοχέων του NPY αναίρεσε τις επιδράσεις της πείνας και ο πόνος επέστρεψε.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους έχουν μεγάλη κλινική σημασία. Αν μπορέσουν να τα αναπαράγουν στον άνθρωπο, οι νευρώνες αυτοί θα αποτελέσουν στόχους για την ανακούφιση από το χρόνιο πόνο που παραμένει μετά από κάποιο τραυματισμό. Σήμερα ο πόνος αυτός αντιμετωπίζεται με οπιοειδή, φάρμακα τα οποία καταστέλλουν επίσης τον οξύ πόνο.

«Δεν θέλουμε να καταστείλουμε όλες τις μορφές πόνου», είπε ο Alhadeff, «υπάρχουν λόγοι που ο πόνος είναι χρήσιμος, επομένως ο στόχος μας είναι να καταστείλουμε μόνο το φλεγμονώδη πόνο».

Το επόμενο βήμα είναι να αναλυθεί σε μεγαλύτερο βάθος ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το φλεγμονώδη πόνο, ιδανικά ταυτοποιώντας περισσότερους στόχους για την καταστολή του. Οι επιστήμονες θα ερευνήσουν επίσης με ποια σειρά σημαντικότητας αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος διάφορες ανάγκες.

Βιβλιογραφία: University of Pennsylvania

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα