Ρύθμιση του Διαβήτη Τύπου 2: Πώς Συνδέεται με τον Κίνδυνο COVID-19;

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που νοσούν από COVID-19 έχουν σχεδόν 50% αυξημένο κίνδυνο να νοσηλευτούν στη ΜΕΘ αν δεν έχουν ρυθμισμένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα συγκριτικά με τους διαβητικούς που έχουν επιτύχει καλό γλυκαιμικό έλεγχο. Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε μία νέα μελέτη που εξέτασε διάφορους παράγοντες κινδύνου για την COVID-19 σε διαβητικούς ασθενείς, καθώς και την επίδραση διαφόρων θεραπειών για τη ρύθμιση του διαβήτη στην πρόγνωση της COVID-19. Μεταξύ των φαρμάκων που εξετάστηκαν ήταν η μετφορμίνη, η ινσουλίνη και τα κορτικοστεροειδή.

«Παρατηρήσαμε ότι τα επίπεδα της γλυκόζης σε ένα διάστημα 2-3 ετών αποτελούν καλύτερο προγνωστικό δείκτη για τη σοβαρότητα της νόσησης από COVID-19 συγκριτικά με μικρότερες περιόδους», εξήγησε ο Deepak Vashishth από το Rensselaer Polytechnic Institute, ένας από τους συγγραφείς της έρευνας. «Ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης μας θα βοηθήσουν τους γιατρούς να διαχειριστούν καλύτερα την αντιμετώπιση της νόσου στους διαβητικούς ασθενείς».

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Open Diabetes Research & Care και εξέτασε ηλεκτρονικά αρχεία από σχεδόν 16.000 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 για το διάστημα από 2017 μέχρι 2020.

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 δεν μπορούν να ρυθμίσουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα χωρίς φάρμακα ή αλλαγές στη διατροφή. Τα αυξημένα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα μακροπρόθεσμα (τα οποία παρακολουθούνται από τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη ή HbA1c) μπορεί να προκαλέσουν βλάβες σε διάφορα συστήματα, μεταξύ των οποίων το καρδιαγγειακό, το νευρικό και το ανοσοποιητικό.

Μία από τις επιπλοκές του κακού γλυκαιμικού ελέγχου είναι η αύξηση στα επίπεδα μορίων γνωστών ως AGEs (advanced glycation end-products), γεγονός που επηρεάζει την υγεία των οστών μακροπρόθεσμα. Στην αρχή της πανδημίας, η παρούσα ερευνητική ομάδα εξέταζε αν ο η ρύθμιση της γλυκόζης μακροπρόθεσμα (σε ένα διάστημα 2-3 ετών) αποτελεί καλύτερο προγνωστικό παράγοντα για τον κίνδυνο καταγμάτων στους διαβητικούς συγκριτικά με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας (τον τυπικό δείκτη εκτίμησης κινδύνου για τα κατάγματα).

Τα AGEs γνωρίζουμε σήμερα ότι αυξάνουν τόσο το οξειδωτικό στρες όσο και τη φλεγμονή, δύο παράγοντες κινδύνου τόσο για την COVID-19, όσο και για άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Η επιστημονική ομάδα θεώρησε ότι η ρύθμιση της γλυκόζης μακροπρόθεσμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προγνωστικός δείκτης τόσο για τον κίνδυνο καταγμάτων όσο και για τον κίνδυνο σοβαρής COVID-19.

Οι διαβητικοί ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη χωρίστηκαν από τους επιστήμονες σε δύο ομάδες ανάλογα με το γλυκαιμικό έλεγχο μακροπρόθεσμα, στη μία ομάδα ήταν οι ασθενείς με «επαρκή» γλυκαιμικό έλεγχο (6-9%), ενώ στη δεύτερη αυτοί με «κακό» γλυκαιμικό έλεγχο (>9%) τα τελευταία 2-3 χρόνια. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι διαβητικοί με κακό γλυκαιμικό έλεγχο είχαν 48% αυξημένο κίνδυνο να χρειαστούν νοσηλεία στη ΜΕΘ. Μάλιστα, κάθε 1% αύξηση στη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη συνδέθηκε με 12% αυξημένο κίνδυνο εισαγωγής στη ΜΕΘ.

Ένα άλλο στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα της παρούσας μελέτης ήταν ότι οι διαβητικοί που έπαιρναν μετφορμίνη όταν μολύνθηκαν με τον ιό SARS-CoV-2 είχαν 12% μειωμένο κίνδυνο νοσηλείας στη ΜΕΘ. Αυτοί που έπαιρναν μετφορμίνη και ινσουλίνη είχαν 18% μειωμένο κίνδυνο, ενώ αυτοί που έπαιρναν κορτικοστεροειδή είχαν 29% μειωμένο κίνδυνο.

«Γνωρίζαμε ότι ο διαβήτης τύπου 2 αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την COVID-19, ωστόσο δεν διατρέχουν όλοι οι διαβητικοί τον ίδιο κίνδυνο. Προφανώς ο χρόνος που έχει περάσει από τη διάγνωση του διαβήτη, καθώς και η πορεία της νόσου είναι δύο παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από τον SARS-CoV-2. Η έρευνά μας ουσιαστικά δείχνει ότι οι διαβητικοί δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένας ομοιογενής πληθυσμός», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: Nataliya Vaitkevich

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα