Πρωτεΐνη του Αίματος έχει Προγνωστική Ισχύ για την Εμφάνιση Διαβήτη και Καρκίνου

Τα επίπεδα μίας πρωτεΐνης του αίματος έχουν προγνωστική ισχύ για την εμφάνιση διαβήτη ή καρκίνου, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης.

Εξετάζοντας περισσότερους από 4.000 ενήλικες από τη Σουηδία, οι επιστήμονες της μελέτης παρατήρησαν ότι τα ποσοστά διαβήτη ήταν σχεδόν διπλάσια στους ενήλικες με τα υψηλότερα επίπεδα προστασίνης, συγκριτικά με αυτούς που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα.

Μάλιστα, τα επίπεδα της προστασίνης συνδέθηκαν και με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη στα επόμενα 22 χρόνια, σύμφωνα με τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Diabetologia.

Συγκεκριμένα, οι εθελοντές με τα χαμηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης στο αίμα είχαν 76% μειωμένο κίνδυνο να διαγνωστούν με διαβήτη συγκριτικά με αυτούς που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα.

Επιπλέον, τα υψηλότερα επίπεδα προστασίνης στο αίμα συνδέθηκαν με υψηλότερη γλυκόζη νηστείας, υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης πλάσματος και αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη.

Εκτός από το διαβήτη, η επιστημονική ομάδα της μελέτης διαπίστωσε ότι τα επίπεδα της προστασίνης στο αίμα συνδέονται με τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο στην ίδια ομάδα εθελοντών.

Οι ασθενείς με τα υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης στο αίμα είχαν 43% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο. Μάλιστα, η σύνδεση αυτή διατηρήθηκε ακόμα και μετά την προσαρμογή για το ιστορικό καρκίνου.

Μία παρατήρηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν ότι διαπιστώθηκε σύνδεση και με τη γλυκόζη νηστείας. Οι εθελοντές με διαταραχές της γλυκόζης νηστείας στην αρχή της μελέτης είχαν 52% επιπλέον κίνδυνο θανάτου από καρκίνου για κάθε μονάδα αύξησης της προστασίνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 11% σε όσους είχαν φυσιολογική γλυκόζη νηστείας.

«Η έρευνά μας είναι μία από τις πρώτες μελέτες που αποτυπώνει ένα βιολογικό μηχανισμό σύνδεσης ανάμεσα στο διαβήτη και τον καρκίνο. Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε αν η προστασίνη αποτελεί απλά δείκτη για την εμφάνιση μίας νόσου ή αν συνδέεται με σχέση αιτίας-αποτελέσματος με την εμφάνιση διαβήτη ή καρκίνου», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Η ομάδα αναφέρθηκε επίσης σε μία σειρά μηχανισμών μέσω των οποίων η προστασίνη μπορεί να επηρεάζει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη ή καρκίνου.

Υποστήριξαν ωστόσο ότι ακόμα δεν είναι σαφές αν η προστασίνη εμπλέκεται στην εμφάνιση καρκίνου για τους ασθενείς με υπεργλυκαιμία ή αν απλά αποτελεί βιοδείκτη αυξημένης ευαισθησίας στους ασθενείς με αυξημένα επίπεδα γλυκόζης αίματος.

«Αν αποδειχθεί σχέση αιτίας-αποτελέσματος στο μέλλον, τότε η προστασίνη θα μπορέσει ίσως να αποτελέσει θεραπευτικό στόχο για την αντιμετώπιση τόσο του διαβήτη όσο και του καρκίνου», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Στην ανάλυση εξετάστηκαν δεδομένα για 4.658 ενήλικες που συμμετείχαν στη μελέτη Malmö Diet and Cancer Study. Στην ομάδα αυτή, οι 361 ασθενείς (7.75%) είχαν ήδη διαβήτη όταν γράφτηκαν στην έρευνα. Περίπου το 40% των εθελοντών ήταν άνδρες και η μέση ηλικία ήταν τα 58 χρόνια. 702 εθελοντές παρουσίασαν διαβήτη κατά τη διάρκεια της έρευνας, ενώ 651 κατέληξαν από καρκίνο.

Τα επίπεδα της προστασίνης υπολογίστηκαν από δείγματα αίματος που είχαν ληφθεί στην αρχή της μελέτης. Για τους άνδρες, η ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα είχε κατά μέσο όρο 8.93 μg/mL, ενώ η ομάδα με τα χαμηλότερα είχε 7.97 μg/mL. Για τους γυναίκες, η ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα είχε κατά μέσο όρο 8.72 μg/mL, ενώ η ομάδα με τα χαμηλότερα είχε 7.62 μg/mL.

Η διάγνωση του διαβήτη επιβεβαιώθηκε από τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας (πάνω από 126 mg/dL σε δύο μετρήσεις) ή μέσω του ιστορικού θεραπείας με ινσουλίνη ή φαρμάκων για το διαβήτη.

Κατά την ανάλυση των δεδομένων έγινε προσαρμογή για την ηλικία, το φύλο, την περιφέρεια μέσης, το ιστορικό καπνίσματος και αλκοόλ, τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης, τη συστολική πίεση και τα αντιϋπερτασικά φάρμακα.

Φωτογραφία: Diabetesmagazijn.nl

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα