Η Φυσική Ανοσία και ο Ρόλος της στην Ανοσοθεραπεία του Καρκίνου

Οι έρευνες της ανοσίας του καρκίνου έχουν αποτελέσει μία παγκόσμια πρόκληση από τότε που ο Γουίλιαμ Κόλεϊ χορήγησε για πρώτη φορά την γνωστή του τοξίνη σε ασθενείς στα τέλη του 19ου αιώνα. Καθώς οι γνώσεις μας πάνω στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος συνεχίζουν να αυξάνονται, ο ρόλος του τελευταίου στη μάχη κατά του καρκίνου γίνετια όλο και πιο σαφής. Τις προηγούμενες δεκαετίες έγιναν μεγάλες ανακαλύψεις για να φτάσει η θεραπεία του καρκίνου στη μορφή που έχει σήμερα, μεταξύ των οποίων οι κλινικές δοκιμές του Στίβεν Ρόζενμπεργκ για τα αντικαρκινικά λεφοκύτταρα τη δεκαετία του 80’, η θεραπεία της λευχαιμίας με Τ κύτταρα από δότες από τον Χανς Κολμπ τη δεκαετία του 90’ και η ανακάλυψη του αποκλεισμού των ανοσιακών σημείων ελέγχου, η οποία έδωσε το βραβείο νόμπελ φέτος στον Τζιμ Άλισον και προκάλεσε επανάσταση στην ανοσοθεραπεία.

Η σημαντική πρόοδος στην ανοσοθεραπεία μας έχει κάνει σχεδόν να ξεχάσουμε τον κύριο ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος ο οποίος είναι η ρύθμιση των όγκων με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι διάφορες νόσοι πριν καν αντιληφθούμε τον κίνδυνο. Ο καρκίνος είναι αποτέλεσμα του ανεξέλεγκτου πολλαπλασιασμού των νεοπλασματικών κυττάρων, τα οποία έχουν καταφέρει να αποφύγουν με κάποιο τρόπο τη ρύθμιση από το ανοσοποιητικό σύστημα, επομένως οι ανοσοθεραπείες προσπαθούν να επαναφέρουν τη φυσική αντικαρκινική απόκριση του οργανισμού. Παρά τα παραπάνω αλλά και αρκετά σημαντικά αποτελέσματα, οι ανοσοθεραπείες που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι αποτελεσματικές σε ένα μικρό μόνο κομμάτι των ασθενών.

Ο λόγος είναι ότι οι περισσότερες ανοσοθεραπείες στοχεύουν μόνο τον ένα από τους 2 κλάδους του ανοσοποιητικού συστήματος και συγκεκριμένα την επίκτητη και όχι τη φυσική ανοσία. Ωστόσο, αρκετοί επιστήμονες αρχίζουν να κατανοούν ότι πρέπει να διευρύνουμε τις θεραπευτικές μας επιλογές έτσι ώστε να στοχευθεί και η φυσική ανοσία, γεγονός που θα προσφέρει στους ασθενείς περισσότερες επιλογές για την αντιμετώπιση της νόσου.

Η επίκτητη ανοσία είναι μία αντιγονοειδική ανοσιακή απόκριση που καταστρέφει τα νεοπλασματικά κύτταρα και προκαλεί μία ανοσιακή «μνήμη» για κάθε αντιγόνο που σχετίζεται με τον όγκο. Αυτό δημιουργεί μία «αποθήκη» ανοσιακών κυττάρων που μπορούν να αντιμετωπίσουν εκ νέου νεοπλασματικά κύτταρα που εκφράζουν το συγκεκριμένο αντιγόνο. Η επίκτητη ανοσία περιλαμβάνει Τ και Β λεμφοκύτταρα, τα οποία λύουν τα νεοπλασματικά κύτταρα και παράγουν αντισώματα για κάποια από τα αντιγόνα του νεοπλάσματος. Οι μηχανισμοί της επίκτητης ανοσίας είναι αυτοί που «χρησιμοποιούνται» από τα εμβόλια όπως αυτό για τον HPV, ένα εμβόλιο που στοχεύει τον ιό που προκαλεί καρκίνο του τραχήλου.

Με ποιο τρόπο όμως μπορεί η φυσική ανοσία να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του καρκίνου; Η φυσική ανοσία αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στις λοιμώξεις και τον καρκίνο. Περίπου το 10% των λεμφοκυττάρων στην περιφερική κυκλοφορία του αίματος αποτελούν μέρος της φυσικής ανοσίας, με το 95% των κυττάρων αυτών να είναι φυσικά κύτταρα-φονείς. Καθένα από τα κύτταρα αυτά μπορεί να αναγνωρίσει, να στοχεύσει και να καταστρέψει τα επιβλαβή κύτταρα μέσω αναγνώρισης πρωτεϊνών και γλυκοπρωτεϊνών που εκφράζονται στα κύτταρα αυτά, όπως τα νεοπλασματικά κύτταρα και τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιούς.

Σε αντίθεση με την αντιγονοειδική απόκριση των Τ κυττάρων, η απόκριση της φυσικής ανοσίας είναι μη ειδική και ιδιαίτερα ταχεία. Ορισμένες από τις πρώτες κλινικές δοκιμές για ανοσοθεραπείες του καρκίνου είχαν ασχοληθεί με τη φυσική ανοσία, ωστόσο είχαν θεωρήσει ότι η απόκριση αυτή είναι ανεπαρκής για τον περιορισμό του καρκίνου και επομένως είχαν στραφεί προς την επίκτητη ανοσία και τα Τ κύτταρα.

Κλινικά, η φυσική και η επίκτητη ανοσία «συνεργάζονται» για να μας προστατεύσουν από τις λοιμώξεις και τον καρκίνο, ωστόσο οι γνώσεις μας σχετικά με τους μηχανισμούς της φυσικής ανοσίας είναι σχετικά φτωχές σε σχέση με αυτές για την επίκτητη. Αυτό προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι η μελέτη της βιολογίας των φυσικών κυττάρων-φονέων είναι δυσκολότερη από αυτή των Τ και Β λεμφοκυττάρων. Η φυσική ανοσία έχει ιδιαίτερη σημασία στα ασπόνδυλα, οργανισμούς οι οποίοι δεν έχουν επίκτητη ανοσία, ωστόσο θεωρείται σημαντική και για τον άνθρωπο.

Τα ανθρώπινα φυσικά κύτταρα-φονείς έχουν διαφοροποιηθεί ελάχιστα στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου και έχουν μάλιστα αρκετές οιμοιότητες με τα αντίστοιχα κύτταρα ασπονδύλων όπως οι βδέλλες. Από τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε η λοίμωξη από HIV, παρατηρήσαμε ότι οι ασθενείς με κατεσταλμένη επίκτητη ανοσία είχαν προστασία από την φυσική τους ανοσία και παρουσίαζαν σπάνιες βακτηριακές λοιμώξεις ή νεοπλάσματα. Οι ασθενείς αυτοί ποτέ δεν κατέληγαν από κοινές λοιμώξεις ή ανεξέλεγκτα νεοπλάσματα.

Σήμερα, έχουμε πλέον αρκετά δεδομένα που δείχνουν τη σημαντικότητα των φυσικών κυττάρων-φονέων και της έμφυτης ανοσίας στην προστασία από τον καρκίνο. Νεοπλασματικά κύτταρα εμφανίζονται συνεχώς στον οργανισμό ως αποτέλεσμα τυχαίων γενετικών μεταλλάξεων, ορισμένες από τις οποίες δίνουν στα κύτταρα ικανότητα αυξημένου πολλαπλασιασμού ή επιβίωσης. Οι τυχαίες αυτές αλλαγές είναι συχνά αυθόρμητες και δεν παρουσιάζονται στην επίκτητη ανοσία. Τα μόνα κύτταρα που μπορούν να ανιχνεύσουν τα «σημάδια» ενός νεοπλασματικού κυττάρου που πολλαπλασιάζεται πολύ γρήγορα είναι τα φυσικά κύτταρα-φονείς, τα οποία είναι ικανά να καταστρέψουν τα νεοπλασματικά κύτταρα πριν εξελιχθούν σε κλινικώς ανιχνεύσιμο καρκίνο.

Μία έρευνα από την Ιαπωνία που δημοσιεύτηκε το 2000 υπολόγισε την απόκριση των φυσικών κυττάρων-φονέων σε μία μορφή καρκίνου σε 3500 υγιείς εθελοντές για 1 ημέρα της ζωής τους και στη συνέχεια παρακολούθησε την πορεία τους για πάνω από 11 χρόνια. Αυτοί με τη χαμηλότερη λειτουργία των φυσικών κυττάρων-φονέων την ημέρα που έγινε ο έλεγχος παρουσίασαν καρκίνο σε σημαντικά αυξημένη συχνότητα τα επόμενα χρόνια. Η σημαντικότητα της ρύθμισης από το έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα παρατηρήθηκε επίσης σε ποντίκια που είχαν ανεπάρκεια των συγκεκριμένων κυττάρων. Τα ποντίκια αυτά παρουσίασαν κακοήθη λεμφώματα με αυξημένη συχνότητα.

Η φυσική ανοσία έχει κεντρικό ρόλο στην επιβίωση του ανθρώπου και δεν είναι αμελητέα σε σχέση με την επίκτητη. Καθώς συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε νέους τρόπους να χρησιμοποιήσουμε τη φυσική ανοσία, θα προοδεύσουμε ακόμα περισσότερο στην ανοσοθεραπεία του καρκίνου. Στο μέλλον, τα φυσικά κύτταρα-φονείς θα χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τα κύτταρα της επίκτητης ανοσίας για να βελτιστοποιηθεί η θεραπεία του καρκίνου.

Βιβλιογραφία: Scientific American

Φωτογραφία: NIAID (CC BY 2.0)

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα