Αποκαλύπτονται τα αίτια της επιδημίας του Συνδόμου Χρόνιας Κόπωσης. Η χρόνια φλεγμονή είναι ο κεντρικός πυρήνας της παθοφυσιολογίας της νόσου.
Οι ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης παρουσιάζουν διαφορετικά επίπεδα δύο κυτταροκινών στο αίμα. Αυτό έδειξε μία νέα έρευνα που ανίχνευσε επίσης συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων 17 κυτταροκινών στο αίμα και της σοβαρότητας της νόσου.
Τα επίπεδα της κυτταροκίνης TGF-β ήταν αυξημένα και τα αντίστοιχα επίπεδα της ρεζιστίνης μειωμένα στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης σε σχέση με τους υγιείς εθελοντές της έρευνας. Επιπλέον, 17 κυτταροκίνες παρουσίαζαν διαφοροποίση ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου. Οι 13 από αυτές ήταν προφλεγμονώδεις και φάνηκε να ευθύνονται για τη συμπτωματολογία της νόσου.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των ερευνητών αφού αρκετοί δεν το αναγνωρίζουν σαν πάθηση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής επιβεβαιώνουν ότι αποτελεί μία φλεγμονώδη νόσο και μπορεί να διαγνωστεί από τις εξετάσεις αίματος.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης χαρακτηρίζεται από αγνώστου αιτιολογίας χρόνια κόπωση καθώς και συμπτώματα όπως αίσθημα κακουχίας μετά την άσκηση, κεφαλαλγίες, μυαλγίες καθώς και διαταραχές του ύπνου και των γνωστικών λειτουργιών. Αν και η παθογένεια της νόσου αυτής δεν έχει διερευνηθεί ακόμα πλήρως, είναι γνωστό ότι η φλεγμονή παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι οι κλασικοί δείκτες φλεγμονής όπως η ταχύτητα καθίζισης ερυθρών και η CRP σπανίως είναι ανεβασμένοι στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Ωστόσο, άλλοι δείκτες φλεγμονής μπορεί να παρουσιάζουν διαταραχές.
Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα αίματος από 192 ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και μέτρησαν τις συγκεντρώσεις 51 διαφορετικών κυτταροκινών σε κάθε δείγμα. Όπως προαναφέρθηκε τα επίπεδα της TGF-β ήταν αυξημένα και τα επίπεδα της ρεζιστίνης μειωμένα.
17 ακόμη κυτταροκίνες, εκ των οποίων 13 προφλεγμονώδεις, παρουσίασαν διακύμανση στη συγκέντρωση ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τους ερευνητές αποτελεί σαφή ένδειξη ότι οι κυτταροκίνες αυτές συνδέονται με τόσο με την αυτοάνοση αιτολογία όσο και με τη συμπτωματολογία της νόσου.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τη συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας της κόπωσης και της συγκέντρωσης των κυτταροκινών, ωστόσο η μόνη κυτταροκίνη που φάνηκε να επηρεάζει τη διάρκεια της κόπωσης ήταν η CXCL9.
Η TGF-8 ανέκαθεν θεωρείτο αντιφλεγμονώδης κυτταροκίνη. Οι ερευνητές απέδωσαν την αυξημένη συγκέντρωση της ορμόνης αυτής σε μειωμένη λειτουργικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος λόγω παρατεταμένης φλεγμονής. Αν αυτό ήταν αληθές, τα επίπεδα της TGF-8 θα ήταν ανάλογα της βαρύτητας της νόσου, κάτι που δεν επαληθεύεται από την έρευνα. Δημιουργείται έτσι η πεποίθηση ότι η TGF-8 ίσως δεν έχει πάντα αντιφλεγμονώδη δράση αλλά αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με τη συνολική συγκέντρωσή της στο αίμα και τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού στον κάθε ιστό.
Η ρεζιστίνη με τη σειρά της, έχει έντονη προφλεγμονώδη δράση και αποτελεί δείκτη φλεγμονής σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και ασθενείς με νόσο του Crohn. Ωστόσο, στην παρούσα έρευνα τα επίπεδα της ρεζιστίνης ήταν αυξημένα στην ελαφριά ή μέτρια μορφή του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης αλλά παρουσίαζαν μείωση στη βαριά μορφή.
Από την έρευνα είναι σαφές ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των κυτταροκινών και του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης ωστόσο χρειάζονται περισσότερα στοιχεία προκειμένου να ερμηνευτεί πλήρως η σχέση αυτή. Οι νέες έρευνες πρέπει να εξετάσουν τη συγκέντρωση των κυτταροκινών στο περιφερικό αίμα καθώς και τη διακύμανσή της ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου.
Πηγή: Medscape