Διαβήτης Τύπου 2: Γιατί η Θεραπεία Μπορεί να Διαφοροποιείται για τους Ηλικιωμένους;

Περίπου το 6% του παγκοσμίου πληθυσμού πάσχει σήμερα από διαβήτη τύπου 2. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας και ο αριθμός των ασθενών αυξάνεται ταχέως σε όλες τις χώρες του κόσμου. Το 50% περίπου των συνολικών περιστατικών διαβήτη, μάλιστα, εντοπίζεται στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών.

Σήμερα, υπάρχουν αρκετές προσεγγίσεις για τη ρύθμιση του διαβήτη, όπως για παράδειγμα η διατροφή και η άσκηση ή φαρμακευτικές θεραπείες που μειώνουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι δυσκολότερη. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς άνω των 65 ετών που πάσχουν από τη νόσο χρειάζονται διαφορετικές θεραπείες σε σχέση με αυτές που χορηγούνται στους νεότερους ενήλικες.

Η ρύθμιση του διαβήτη στους ηλικιωμένους είναι δυσκολότερη για διάφορα αίτια. Αρχικά, η γήρανση μπορεί να επηρεάσει τη ρύθμιση της γλυκόζης, καθώς διάφορα όργανα του σώματος, όπως το πάγκρεας δεν λειτουργούν εξίσου αποτελεσματικά.

Μάλιστα, ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι ο διαβήτης μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία της γήρανσης. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται πιθανώς στα υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, τα οποία επάγουν τη γήρανση των κυττάρων. Ως αποτέλεσμα, παθήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ηλικία (όπως η αρθρίτιδα και η άνοια) μπορεί να εμφανιστούν νωρίτερα σε αυτούς τους ασθενείς.

Η αδυναμία (frailty), δηλαδή ο περιορισμός της φυσικής και ψυχικής κατάστασης στην τρίτη ηλικία, εμφανίζεται συχνότερα στους διαβητικούς συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, το 25% των ηλικιωμένων με διαβήτη τύπου 2 έχουν αδυναμία. Οι ασθενείς με αδυναμία και διαβήτη τύπου 2 έχουν χειρότερη γενική υγεία και αυξημένο κίνδυνο θανάτου από όλα τα αίτια συγκριτικά με αυτούς που δεν έχουν αδυναμία. Η αδυναμία έχει συνδεθεί επίσης με έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, καθώς και αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθιστούν δυσκολότερη την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 σε αυτούς τους ασθενείς.

Η άνοια, η οποία είναι επίσης συχνότερη στους ηλικιωμένους, μπορεί να προκαλέσει επίσης προβλήματα στη ρύθμιση του διαβήτη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι διαταραχές της μνήμης μπορεί να επηρεάσουν τη συμμόρφωση του ασθενούς με τη φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, ο διαβήτης τύπου 2 στους ηλικιωμένους αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση άνοιας και νόσου Alzheimer. Αν και η σύνδεση ανάμεσα στις 2 παθήσεις δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα, τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης και οι διαταραχές στη λειτουργία της ινσουλίνης έχουν ενοχοποιηθεί στο παρελθόν ως πιθανά αίτια.

Άλλα χρόνια νοσήματα μπορεί επίσης να περιπλέξουν την αντιμετώπιση του διαβήτη. Περίπου το 40% των ηλικιωμένων με διαβήτη τύπου 2 έχουν 4 ή περισσότερα χρόνια νοσήματα, όπως η άνοια ή η καρδιαγγειακή νόσος. Οι παθήσεις αυτές καθιστούν δυσκολότερη την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων. Επιπλέον, αρκετά φάρμακα του διαβήτη μπορεί να αλληλεπιδράσουν με τα φάρμακα που χορηγούνται στην αντιμετώπιση των παραπάνω παθήσεων, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες αν δεν γίνουν οι κατάλληλες τροποποιήσεις στη θεραπεία. Η περιορισμένη πρόσβαση στις δομές υγείας, καθώς και ο αυξημένος κίνδυνος υπογλυκαιμίας στην τρίτη ηλικία, μπορεί επίσης να επηρεάσουν τη ρύθμιση του διαβήτη.

Ρύθμιση του Διαβήτη Τύπου 2

Οι περισσότερες θεραπείες για τη ρύθμιση του διαβήτη τύπου 2 έχον ως στόχο να διατηρήσουν χαμηλά τα επίπεδα της γλυκόζης. Ωστόσο, στους ηλικιωμένους υπάρχει αυξημένος κίνδυνο να μειωθούν υπερβολικά, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει υπογλυκαιμία, εφόσον ο ασθενής δεν λαμβάνει κατάλληλη δόση ή αν πάσχει από διαβήτη για αρκετά χρόνια.

Η υπογλυκαιμία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πτώσεων, με καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή των ηλικιωμένων ασθενών. Η σημαντική μείωση στα επίπεδα της γλυκόζης έχει συνδεθεί επίσης με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Κατά συνέπεια, οι γιατροί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στη φαρμακευτική αγωγή που χορηγούν στους ηλικιωμένους ασθενείς, καθώς βλέπουμε ότι μία υπερβολική μείωση μπορεί να προκαλέσει άλλα προβλήματα υγείας.

Η γήρανση μπορεί να επηρεάσει επίσης την απόκριση του οργανισμού στα χαμηλά επίπεδα της γλυκόζης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η υπογλυκαιμία μπορεί να είναι ακόμα και απειλητική για τη ζωή των ηλικιωμένων.

Οι ηλικιωμένοι συχνά δεν μπορούν επίσης να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Αυτό συμβαίνει γιατί συμπτώματα όπως η σύγχυση και ο ίλιγγος είναι συχνά μη ειδικά στους ηλικιωμένους και μπορεί να αποδοθούν λανθασμένα σε άνοια. Η ανάρρωση των ηλικιωμένων από ένα επεισόδιο υπογλυκαιμίας μπορεί να χρειαστεί περισσότερο χρόνο.

Αν αναλογιστούμε ότι τα συνεχόμενα επεισόδια υπογλυκαιμίας μπορεί να περιορίσουν την ικανότητα των ηλικιωμένων να αντιλαμβάνονται τα προειδοποιητικά τους συμπτώματα στο μέλλον, καταλαβαίνουμε ότι είναι σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι οι ηλικιωμένοι θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνουν την κατάλληλη δόση. Ιδιαίτερα για την ινσουλίνη, οι γιατροί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, καθώς τα υψηλά επίπεδα της ορμόνης αυτής μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας.

Η μέση ηλικία του παγκοσμίου πληθυσμού αυξάνεται συνεχώς, επομένως στο μέλλον, το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τα περιστατικά του διαβήτη τύπου 2. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να εξερευνήσουμε καλύτερα τη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Αν και αυτή τη στιγμή υπάρχουν οδηγίες για τους ασθενείς της τρίτης ηλικίας, ιδανικά, η θεραπεία θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να λαμβάνει υπόψη όλα τα χρόνια νοσήματα του κάθε ασθενούς.

Φωτογραφία: Nataliya Vaitkevich

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα