Ανεπάρκεια Πρωτεΐνης C

Η ανεπάρκεια πρωτεΐνης C είναι μία διαταραχή που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αιματικών θρόμβων εξ’αιτίας χαμηλών επιπέδων της πρωτεΐνης C, μίας πρωτεΐνης του οργανισμού που προλαμβάνει την πήξη του αίματος. Μπορεί να είναι κληρονομική ή επίκτητη. Η κληρονομική ανεπάρκεια πρωτεΐνης C μπορεί να οδηγήσει σε οικογενή θρομβοφιλία. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο PROC και στις περισσότερες περιπτώσεις μεταβιβάζεται με την αυτοσωμικό επικρατή τύπο κληρονομικότητας. Ένας μικρός αριθμός ασθενών μπορεί να κληρονομήσει το παθολογικό αλληλόμορφο και από τους δύο γονείς με αποτέλεσμα να παρουσιάσει μία πιο σοβαρή μορφή της νόσου καθώς τα επίπεδα της πρωτεΐνης C θα είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Η επίκτητη ανεπάρκεια πρωτεΐνης C μπορεί να προκληθεί από μεγάλους αιματικούς θρόμβους, ηπατική νόσο, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, λοίμωξη (σήψη), ανεπάρκεια βιταμίνης Κ, λήψη βαρφαρίνης ή ορισμένες μορφές χημειοθεραπείας. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς με ανεπάρκεια πρωτεΐνης C δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, ορισμένοι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης. Ένας θρόμβος μπορεί να ταξιδέψει μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και να φτάσει στον πνεύμονα, προκαλώντας πνευμονική εμβολή. Μπορεί επίσης να εμφνιστεί παθολογική αιμορραγία σε διάφορα σημεία του οργανισμού προκαλώντας την εμφάνιση ιώδων στιγμάτων στο δέρμα. Η θεραπεία εξαρτάται από τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Οι περισσότεροι ασθενείς δεν χρειάζονται θεραπεία, ωστόσο σε καταστάσεις όπου υπάρχει αυξημένος κίνδυνο θρόμβωσης, όπως για παράδειγμα σε μία εγκυμοσύνη, ένα χειρουργείο ή ένα σοβαρό τραυματισμό, ίσως είναι σκόπιμο να χορηγηθεί προληπτική θεραπεία.

Συμπτώματα

Αναφέρονται παρακάτω τα συχνότερα συμπτώματα στους ασθενείς με ανεπάρκεια πρωτεΐνης C. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία και μπορεί να διαφέρουν στον κάθε ασθενή. Οι πληροφορίες σχετικά με τα σμπτώματα προέρχονται από το Human Phenotype Ontology (HPO), μία βάση δεδομένων που συλλέγει δεδομένα σχετικά με τα συμπτώματα διαφόρων νόσων.

Το 30-79% των ασθενών παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα:

  • Πορφύρα
  • Λέπτυνση του δέρματος
  • Φλεβοθρόμβωση

Το 5-29% των ασθενών παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα:

  • Αλλοιώσεις ή στίγματα στο δέρμα
  • Διαταραχές στα αγγεία του εγκεφάλου
  • Γάγγραινα
  • Πνευμονική Εμβολή
  • Φλεβική Ανεπάρκεια
  • Δερματική νέκρωση από βαρφαρίνη

Λιγότερο από το 5% των ασθενών με ανεπάρκεια πρωτεΐνης C θα παρουσιάσουν τα παρακάτω συμπτώματα:

  • Διαταραχές στους οφθαλμούς
  • Διαταραχές του νευρικού συστήματος
  • Εγκεφαλική φλεβοθρόμβωση
  • Εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση
  • Υπερπηκτικότητα
  • Μειωμένη δραστηριότητα της πρωτεΐνης C
  • Επιφανειακή θρομβοφλεβίτιδα

Αίτια

Η ανεπάρκεια πρωτεΐνης C μπορεί να είναι κληρονομική ή επίκτητη.

Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο PROC, το οποίο περιέχει τη γενετική πληροφορία για την παραγωγή της πρωτεΐνης C. Οι μεταλλάξεις αυτές παρεμβαίνουν στην ικανότητα της πρωτεΐνης να ρυθμίζει την πήξη του αίματος. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να σχηματίζονται αιματικοί θρόμβοι. Οι μεταλλάξεις χωρίζονται σε δύο είδη. Οι μεταλλάξεις του τύπου Ι προκαλούν μείωση στα επίπεδα της πρωτεΐνης C, ενώ αυτές του τύπου ΙΙ σχετίζονται με λειτουργική ανεπάρκεια της πρωτεΐνης.

  • Ανεπάρκεια τύπου Ι: Όταν οι ασθενείς φέρουν ένα μόνο αντίγραφο του μεταλλαγμένου γονιδίου έχουν συνήθως επίπεδα πρωτεΐνης C ίσα με το 50% του φυσιολογικού. Άλλοι ασθενείς με την ίδια μετάλλαξη μπορεί να παρουσιάζουν πολύ σοβαρά ή και καθόλου συμπτώματα.
  • Ανεπάρκεια τύπου ΙΙ: Η ανεπάρκεια πρωτεΐνης C τύπου 2 είναι λιγότερο συχνή από την τύπου 1 και σχετίζεται με μειωμένη λειτουργικότητα της πρωτεΐνης C.

Όταν οι ασθενείς έχουν δύο αντίγραφα του μεταλλαγμένου γονιδίου ή δύο διαφορετικές μεταλλάξεις σε κάθε αντίγραφο του γονιδίου η νόσος είναι πολύ σοβαρή και η ανεπάρκεια πρωτεΐνης C σχετίζεται τυπικά με νεογνική κεραυνοβόλο πορφύρα. Στα νεογνά μπορεί να εμφανιστεί επίσης ενδοκρανιακός θρομβοεμβολισμός. Σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να εμφανιστεί φλεβικός θρομβοεμβολισμός στην παιδική ηλικία ή στην εφηβία.

Η επίκτητη ανεπάρκεια πρωτεΐνης C μπορεί να προκληθεί από μεγάλους αιματικούς θρόμβους, ηπατική νόσο, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, λοίμωξη (σήψη) και ανεπάρκεια βιταμίνης Κ. Η θεραπεία με βαρφαρίνη ή ορισμένες μορφές χημειοθεραπείας μπορεί επίσης να προκαλέσουν επίκτητη ανεπάρκεια πρωτεΐνης C.

Κληρονομικότητα

Η ανεπάρκεια πρωτεΐνης Κ μπορεί να είναι κληρονομική ή επίκτητη. Τα περισσότερα περιστατικά της κληρονομικής ανεπάρκειας πρωτεΐνης C μεταβιβάζονται με τον αυτοσωμικό επικρατή τύπο. Αυτό σημαίνει ότι αρκεί ένα μεταλλαγμένο αλληλόμορφο του υπευθύνου γονιδίου για να προκληθεί ήπια ανεπάρκεια, αν και σε ορισμένους ασθενείς με την παραπάνω μετάλλαξη δεν εμφανίζονται ποτέ συμπτώματα. Το αντίγραφο του μεταλλαγμένου γονιδίου μπορεί να μεταβιβαστεί τόσο από τη μητέρα όσο και από τον πατέρα.

Οι ασθενείς που κληρονομούν δύο αντίγραφα του μεταλλαγμένου γονιδίου παρουσιάζουν σοβαρή ανεπάρκεια πρωτεΐνης C.

Διάγνωση

Η ανεπάρκεια πρωτεΐνης C μπορεί να περιληφθεί στη διαφορική διάγνωση σε ασθενείς με εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση ή πνευμονική εμβολή, ιδιαίτερα αν συμβαίνει σε ένα σχετικά νέο άτομο (κάτω από 50 ετών) ή ο θρόμβος έχει σχηματιστεί σε ασυνήθιστο σημείο, όπως τις φλέβες που οδηγούν στο ήπαρ, τους νεφρούς ή τα αγγεία του εγκεφάλου.

Πρέπει να γίνουν επίσης εργαστηριακές εξετάσεις για να διαπιστωθεί η λειτουργικότητα και η ποσόσητα της πρωτεΐνης C στο αίμα. Συνήθως ο γιατρός ζητά εξετάσεις λειτουργικότητας, καθώς και άλλες εξετάσεις για την παθολογική πήξη του αίματος, έτσι ώστε να εκτιμηθεί η δραστηριότητα της πρωτεΐνης C. Με βάση τα αποτελέσματα, θα εκτιμηθούν οι συγκεντρώσεις της πρωτεΐνης C έτσι ώστε να διαπιστωθεί ο τύπος της ανεπάρκειας. Αν η ανεπάρκεια είναι αποτέλεσμα κληρονομικής γενετικής μετάλλαξης, θα εκτιμηθεί επίσης η ποσόσητα της πρωτεΐνης C για να διαπιστωθεί αν ο ασθενής έχει ομόζυγη ή ετερόζυγη μετάλλαξη. Δεν χρειάζεται γενετικός έλεγχος για να τεθεί η διάγνωση.

Θεραπεία

Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια ανεπάρκεια πρωτεΐνης C δεν παρουσιάζουν παθολογικούς αιματικούς θρόμβους και επομένως δεν χρειάζονται θεραπεία. Ωστόσο, οι ασθενείς που παρουσιάζουν εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση ή πνευμονική εμβολή λαμβάνουν συνήθως αντιπηκτικά φάρμακα όπως η ηπαρίνη και η βαρφαρίνη, τα οποία βοηθούν την εμφάνιση ενός θρόμβου στο μέλλον. Προληπτική θεραπεία με τα παραπάνω αντιπηκτικά φάρμακα μπορεί να χορηγηθεί επίσης σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό θρομβώσεων ή ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, όπως για παράδειγμα οι έγκυες.

Βιβλιογραφία: NIH

Φωτογραφία: Jordan Miller (CC BY 3.0)

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα