Ψευδομεμβρανώδης Κολίτιδα: Μία σοβαρή επιπλοκή της χρήσης των αντιβιοτικών

Το Clostridium difficile, γνωστό επίσης ως C. difficile ή C. diff, είναι ένα βακτήριο που προσβάλλει το έντερο και προκαλεί διάρροια.

Η λοίμωξη από C. difficile ονομάζεται ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα και εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα που έχουν λάβει προσφάτως θεραπεία με αντιβιοτικά, ωστόσο μπορεί να μεταδοθεί εύκολα και σε άλλους.

Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα είναι αρκετά δυσάρεστη και σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο έντερο. Συνήθως αντιμετωπίζεται με ένα νέο κύκλο αντιβιοτικής θεραπείας.

Συμπτώματα της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας

Τα συμπτώματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια της αντιβιοτικής θεραπείας ή μέσα σε μερικές εβδομάδες μετά το πέρας αυτής.

Τα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  • Υδαρή διάρροια με ή χωρίς αίμα
  • Κολικοειδή κοιλιακά άλγη
  • Αίσθημα αδιαθεσίας
  • Σημεία αφυδάτωσης, για παράδειγμα ξηροστομία, κεφαλαλγία και ολιγουρία
  • Υψηλός πυρετός (>38 C)
  • Απώλεια της όρεξης και απώλεια βάρους

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές επιπλοκές, όπως εντερικές βλάβες ή σοβαρή αφυδάτωση, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει νυσταγμό, σύγχυση, αύξηση του καρδιακού ρυθμού και απώλεια των αισθήσεων.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα;

Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα εμφανίζεται κυρίως σε ασθενείς που:

  • Έχουν λάβει θεραπεία με ευρέως φάσματος αντιβιοτικά (αντιβιοτικά που στοχεύουν πολλά διαφορετικά βακτήρια), συνδυασμό αντιβιοτικών ή λαμβάνουν αντιβιοτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Έχουν νοσηλευτεί για αρκετό καιρό.
  • Είναι ηλικίας άνω των 65 ετών.
  • Πάσχουν από κάποιες παθήσεις, όπως φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, καρκίνο ή νεφρική νόσο.
  • Έχουν κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα λόγω κάποιας πάθησης, όπως ο διαβήτης, ή άλλων αιτιών όπως η χημειοθεραπεία ή η θεραπεία με στεροειδή.
  • Λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων, μία κατηγορία φαρμάκων που χορηγείται για τη μείωση παραγωγής του γαστρικού οξέος από το στόμαχο.
  • Έχουν κάνει προσφάτως χειρουργική επέμβαση σε κάποιο κομμάτι του γαστρεντερικού συστήματος.

Τα περισσότερα περιστατικά ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας συμβαίνουν σε νοσοκομεία και γηροκομεία, καθώς αρκετά άτομα στα οποία χορηγούνται αντιβιοτικά, μοιράζονται τον ίδιο χώρο. Ωστόσο, με την εφαρμογή αυστηρών μέτρων για τον περιορισμό μετάδοσης των λοιμώξεων ειδικά στα νοσοκομεία, ο αριθμός των περιστατικών ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας έχει μειωθεί σημαντικά.

Πότε πρέπει να αναζητήσετε ιατρική βοήθεια

Αν πιστεύετε ότι έχετε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα μην επισκεφθείτε τον γιατρό σας καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να μεταδόσετε τη λοίμωξη. Πρέπει, ωστόσο, να τηλεφωνήσετε στον γιατρό σας αν:

  • Παρουσιάσετε διάρροια που επιμένει μετά από θεραπεία με αντιβιοτικά
  • Έχετε διάρροια με αίμα
  • Έχετε διάρροια και παρουσιάσετε έντονο κοιλιακό άλγος, υψηλό πυρετό, ταχυκαρδία ή λιποθυμικό επεισόδιο
  • Παρουσιάσετε συμπτώματα σοβαρής αφυδάτωσης, όπως σύγχυση, υπνηλία και ολιγουρία

Η διάρροια αποτελεί σύμπτωμα αρκετών παθήσεων και είναι μία από τις πλέον κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες των αντιβιοτικών, επομένως αν παρουσιάσετε διάρροια κατά την λήψη των τελευταίων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχετε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα.

Ο γιατρός μπορεί να σας ζητήσει, επίσης, να δώσετε ένα δείγμα κοπράνων για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται να γίνουν και εξετάσεις αίματος για να διαπιστωθεί η σοβαρότητα της λοίμωξης. Άλλες εξετάσεις μπορεί να γίνουν επίσης για να εκτιμηθεί η βλάβη που έχει γίνει στο έντερο.

Θεραπεία της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας

Ο γιατρός σας θα αποφασίσει αν χρειάζεστε νοσηλεία (αν δεν βρίσκεστε ήδη στο νοσοκομείο). Αν η λοίμωξη είναι ήπια, μπορεί να αντιμετωπιστεί και στο σπίτι.

Αν βρίσκεστε στο νοσοκομείο, θα μεταφερθείτε σε δωμάτιο χωρίς άλλους ασθενείς για τη διάρκεια της θεραπείας σας, για να περιοριστεί η πιθανότητα μετάδοσης της νόσου.

Η θεραπεία της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας περιλαμβάνει:

  • Διακοπή των αντιβιοτικών που ευθύνονται για τη λοίμωξη, αν είναι δυνατό – στις ήπιες περιπτώσεις αυτό αρκεί για να παρέλθει η λοίμωξη.
  • Λήψη ενός 10ήμερου ή 14ήμερου κύκλου αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των βακτηρίων του C. difficile.
  • Σπανιότερα, σε σοβαρότερες λοιμώξεις μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αφαιρεθούν τα τμήματα του εντέρου που έχουν υποστεί βλάβες.

Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα συνήθως ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία, με τους περισσότερους ασθενείς να παρουσιάζουν πλήρη ίαση σε μία ή δύο εβδομάδες. Ωστόσο, τα συμπτώματα επιστρέφουν στο 1/5 των ασθενών και χρειάζεται νέος κύκλος θεραπείας.

Τι να κάνετε αν λαμβάνετε θεραπεία για τη λοίμωξη στο σπίτι

Αν πάσχετε από ήπια μορφή της λοίμωξης και ο γιατρός σάς είπε να παραμένεινετε στο σπίτι, τα παρακάτω μέτρα θα σας βοηθήσουν να αντιμετωπίσετε τα συμπτώματα της λοίμωξης και να μειώσετε την πιθανότητα μετάδοσής της:

  • Βεβαιωθείτε ότι τελειώσατε τον κύκλο της αντιβιοτικής θεραπείας που σας έχει χορηγηθεί, ακόμα και αν νιώσετε καλύτερα πριν το πέρας της.
  • Πίνετε αρκετά υγρά για να αποφύγετε την αφυδάτωση. Αν πεινάσετε, καταναλώστε τρόφιμα όπως σούπες, ρύζι, μακαρόνια ή ψωμί.
  • Αν έχετε πυρετό ή κοιλιακό άλγος, πάρτε παρακεταμόλη.
  • Μην πάρετε αντιδιαρροϊκά φάρμακα, καθώς αυτό μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της λοίμωξης.
  • Πλένετε συχνά τα χέρια σας και τις επιφάνειες με τις οποίες έρχεστε σε επαφή.
  • Παραμείνετε στο σπίτι για τουλάχιστον 48 ώρες μετά το τελευταίο επεισόδιο διάρροιας.

Αν τα συμπτώματά σας επιστρέψουν μετά το πέρας της αντιβιοτικής αγωγής, επικοινωνήστε με τον γιατρό σας, καθώς μπορεί να χρειάζεται επανάληψή της.

Πώς μπορείτε να μολυνθείτε με C. difficile;

1 στους 30 ανθρώπους έχει το βακτήριο C. difficile φυσιολογικά στον γαστρεντερικό του σωλήνα. Τα βακτήρια αυτά δεν προκαλούν νόσηση καθώς άλλα βακτήρια που βρίσκονται στο έντρεο τα κρατούν υπό έλεγχο.

Ωστόσο, ορισμένα αντιβιοτικά μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία των βακτηρίων στο έντερο. Ως αποτέλεσμα, τα βακτήρια C. difficile πολλαπλασιάζονται και παράγουν τοξίνες που προκαλούν νόσηση.

Όταν συμβαίνει αυτό, το C. difficile μπορεί να μεταδοθεί σε άλλα άτομα καθώς τα βακτήρια εξέρχονται από τον οργανισμό με τη διάρροια.

Με την έξοδό τους από τον οργανισμό, τα βακτήρια μετατρέπονται σε ανθεκτικά κύτταρα που ονομάζονται σπόροι. Αυτά μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλη διάρκεια στα χέρια, καθώς και σε διάφορες επιφάνειες, αντικείμενα ή ρούχα εκτός αν καθαριστούν προσεκτικά. Αν οι σπόροι εισέλθουν στο στόμα ενός ατόμου, μπορεί να προκαλέσουν μόλυνση.

Οι ασθενείς με ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο μέχρι 48 ώρες μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων.

Πώς να σταματήσετε την εξάπλωση του C. difficile

Η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα μπορεί να μεταδοθεί πολύ εύκολα. Μπορείτε να μειώσετε τον κίνδυνο να μολυνθείτε ή να μεταδώσετε τη νόσο με την τήρηση των κανόνων υγιεινής τόσο στο σπίτι, όσο και στο νοσοκομείο:

  • Παραμείνετε στο σπίτι για τουλάχιστον 48 ώρες μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων.
  • Πλένετε συχνά τα χέρια σας με σαπούνι και νερό, ειδικά μετά από μία επίσκεψη στην τουαλέτα και πριν το φαγητό. Προτιμήστε το υγρό σαπούνι.
  • Καθαρίστε τις επιφάνειες που μπορεί να έχουν μολυνθεί – όπως η λεκάνη της τουαλέτας, το καζανάκι, οι διακόπτες για το φως και τα χερούλια της πόρτας.
  • Μην μοιράζεστε πετσέτες
  • Πλύνετε τα ρούχα και τα σεντόνια χωριστά από τα άλλα ρούχα σε όσο το δυνατόν υψηλότερη θερμοκρασία
  • Όταν επισκέπτεστε κάποιον στο νοσοκομείο, τηρήστε τους κανόνες υγιεινής. Αποφύγετε να φέρετε μαζί σας παιδία κάτω των 12 ετών και πλύνετε τα χέρια σας με σαπούνι μετά την είσοδο και έξοδο από τους θαλάμους των ασθενών. Το αντισηπτικό χεριών ΔΕΝ προστατεύει από το C. difficile.
  • Μην επισκεφθείτε το νοσοκομείο αν νιώθετε αδιαθεσία ή είχατε διάρροια πρόσφατα.

Βιβλιογραφία: NHS Inform

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα