Ρεμδεσιβίρη: Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε για το Φάρμακο και την Αποτελεσματικότητά του στον COVID-19

Η ρεμδεσιβίρη, ένα φάρμακο που εξετάστηκε στο παρελθόν για την αντιμετώπιση του Ebola, αποτελεί σήμερα την πιο αποτελεσματική αγωγή για τον COVID-19. Οι ειδικοί προειδοποιούν, ωστόσο, ότι δεν αποτελεί θεραπεία και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει πάντοτε τον SARS-CoV-2.

Η φαρμακευτική εταιρία Gilead Sciences Inc. ξεκίνησε την έρευνα για τη ρεμδεσιβίρη το 2009. Αρχικά εξετάστηκε στην αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C και του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV), ωστόσο αργότερα διαπιστώθηκε ότι είναι αποτελεσματική και στην αντιμετώπιση άλλων ιών.

Ακολούθως, οι επιστήμονες αποφάσισαν να εξετάσουν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου στην αντιμετώπιση του ιού Ebola. Ωστόσο, στις κλινικές δοκιμές σε πειραματόζωα διαπιστώθηκε ότι το φάρμακο δεν ήταν εξίσου αποτελεσματικό με δύο άλλα φάρμακα που εξετάστηκαν από την ίδια μελέτη.

Πριν την πανδημία του COVID-19, η Gilead είχε εξετάσει την αποτελεσματικότητα της ρεμδεσιβίρης στην αντιμετώπιση άλλων κορονοϊών (μεταξύ των οποίων και οι SARS και MERS) τόσο στο εργαστήριο όσο και σε πειραματόζωα. Ωστόσο, το φάρμακο δεν είχε φτάσει ποτέ στο στάδιο των κλινικών δοκιμών με ανθρώπους εθελοντές, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν περιστατικά του SARS, ενώ τα περιστατικά του MERS ήταν πολύ περιορισμένα.

Στις αρχές του έτους, όταν διαπιστώθηκε ότι η νέα επιδημία στην Κίνα είχε προκληθεί από ένα κορονοϊό, η Gilead έστειλε σκευάσματα ρεμδεσιβίρης στο Chinese Center for Disease Control and Prevention με σκοπό να εξεταστεί η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου στην αντιμετώπιση του ιού.

Η ρεμδεσιβίρη παρεμβαίνει στο μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο ιός για να πολλαπλασιαστεί. Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε ακόμα με ποιο τρόπο επηρεάζει την παραπάνω διαδικασία.

Από τον Ιανουάριο, έχουν γίνει αρκετές κλινικές δοκιμές και έρευνες στο εργαστήριο που εξέτασαν την αποτελεσματικότητα της ρεμδεσιβίρης. Ορισμένες από αυτές έχουν ήδη δημοσιευτεί και τα αποτελέσματά τους είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.

Μέτρια Οφέλη από τη Ρεμδεσιβίρη στην Αντιμετώπιση του COVID-19

Το Μάιο δημοσιεύτηκαν 2 μεγάλες έρευνες για τη ρεμδεσιβίρη. Η πρώτη ήταν μία έρευνα από την Κίνα η οποία δημοσιεύτηκε στο The Lancet και διαπίστωσε ότι το φάρμακο δεν μειώνει το χρόνο ανάρρωσης ούτε τη θνησιμότητα σε σχέση με ένα placebo.

Ωστόσο, η δεύτερη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο The New England Journal of Medicine έδειξε ότι η ρεμδεσιβίρη μπορεί να μειώσει το χρόνο ανάρρωσης κατά περίπου 4 ημέρες (από 15 σε 11 ημέρες κατά μέσο όρο).

Ο Dr Robert M. Grossberg, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στο Albert Einstein College of Medicine και ειδικός λοιμωξιολόγος στο Montefiore Health System δήλωσε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας είναι μεν πρώιμα, αλλά πολύ θετικά.

«Η έρευνα ήταν καλοσχεδιασμένη και απέδειξε ότι το αντιιικό φάρμακο μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση των ασθενών με μέτριο ή σοβαρό COVID-19», τόνισε.

Όταν ρωτήθηκε αν το φάρμακο μπορεί να περιορίσει τη θνησιμότητα, ο επιστήμονες υποστήριξε ότι υπήρχαν οφέλη στο συγκεκριμένο τομέα, ωστόσο αυτό ακόμα δεν έχει αποδειχθεί.

Τη Δευτέρα, η Gilead δημοσίευσε και άλλα δεδομένα που δείχνουν ότι όσοι ασθενείς παίρνουν το φάρμακο για 5 ημέρες αναρρώνουν ταχύτερα από τη νόσο, ωστόσο τα οφέλη αυτά ήταν «μέτρια».

Η χορήγηση του φαρμάκου για 10 ημέρες μπορεί επίσης να βελτιώσει την πρόγνωση των ασθενών, ωστόσο η διαφορά σε σχέση με τις 10 ημέρες δεν ήταν στατιστικώς σημαντική. Οι ασθενείς που εξέτασε η έρευνα είχαν νοσηλευτεί, αλλά δεν χρειάστηκαν διασωλήνωση.

Η Θεραπεία είναι πιο Αποτελεσματική αν Χορηγηθεί Εγκαίρως

Προς το παρόν υπάρχουν ακόμα αρκετά που δεν γνωρίζουμε για τη ρεμδεσιβίρη, όπως για παράδειγμα ποιοι είναι οι ασθενείς που θα ωφεληθούν περισσότερο από τη χορήγηση του φαρμάκου.

Ο Grossberg δήλωσε ότι τα πρώιμα δεδομένα της έρευνας του NEJM δείχνουν ότι τα μεγαλύτερα οφέλη παρατηρήθηκαν στους ασθενείς που χρειάστηκαν εξωτερική χορήγηση οξυγόνου αλλά δεν διασωληνώθηκαν.

Ο Dr Marc Siegel, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής στο George Washington University School of Medicine and Health Sciences δήλωσε ότι, με βάση τις παρατηρήσεις του στους ασθενείς, πιστεύει ότι η ρεμδεσιβίρη είναι πιο αποτελεσματική αν χορηγηθεί εγκαίρως.

«Όταν ο ασθενής εισέρχεται στη ΜΕΘ, ο ιός έχει ήδη κλείσει τον κύκλο του και οι βλάβες προκαλούνται πλέον από την ανοσιακή απόκριση του οργανισμού», υποστήριξε.

Ιδανικά, το φάρμακο πρέπει να χορηγείται πριν την εισαγωγή των ασθενών στο νοσοκομείο, ωστόσο αυτό είναι γενικά δύσκολο καθώς η ρεμδεσιβίρη χορηγείται ενδοφλεβίως και όχι από του στόματος.

Οι περισσότερες έρευνες για τον COVID-19 εξετάζουν μόνο νοσηλευομένους ασθενείς επομένως δεν έχουμε επαρκή δεδομένα για το 81% περίπου των ασθενών που παρουσιάζουν ήπια ή μέτρια νόσηση.

«Αν κατανοήσουμε ποιοι ασθενείς θα έχουν τα περισσότερα οφέλη από την έγκαιρη χορήγηση θεραπείας και καταφέρουμε να τους χορηγήσουμε ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα εγκαίρως, θα έχουμε σημειώσει ένα μεγάλο βήμα στη διαχείριση της νόσου», είπε ο Grossberg.

Οι Συνδυαστικές Θεραπείες είναι Πιθανώς πιο Αποτελεσματικές

Αρκετές κλινικές δοκιμές έχουν επικεντρωθεί στις βλάβες που προκαλεί το ανοσοποιητικό σύστημα, δηλαδή στην «καταιγίδα κυτταροκινών».

Μία έρευνα εξέτασε το συνδυασμό ρεμδεσιβίρης με βαρισιτινίμπη, ένα ανιφλεγμονώδες φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Η έρευνα διεξάγεται από τα πανεπιστήμια Montefire και Albert Einstein.

Στον παραπάνω συνδυασμό, η ρεμδεσιβίρη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό του ιού, ενώ η βαρισιτινίμπη περιορίζει την ανοσιακή απόκριση του οργανισμού, η οποία ευθύνεται για αρκετές από τις βλάβες που προκαλεί ο COVID-19 στα οργανικά συστήματα.

«Η συνδυαστική θεραπεία αποτελεί σημαντική στρατηγική αντιμετώπισης του COVID-19», είπε ο Grossberg. «Ιδιαίτερα στους ασθενείς με σοβαρή νόσηση χρειάζεται να χορηγηθούν τόσο αντιιικές όσο και ανοσορυθμιστικές θεραπείες».

Ο Siegel αμφιβάλλει ότι θα βρεθεί φάρμακο που θα αντιμετωπίζει πλήρως τον COVID-19, επομένως μέχρι να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο, η καλύτερη προσέγγιση που έχουμε θα είναι η συνδυαστική θεραπεία.

Τόνισε, ωστόσο, ότι τα οφέλη της συνδυαστικής θεραπείας είναι περιορισμένα (10-15%) και τελικά η πρόγνωση του ασθενούς καθορίζεται από την ηλικία και τις συννοσηρότητες, καθώς και την υποστήριξη της αναπνοής που θα λάβει.

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα