Γιατί είναι Δύσκολη η Διάγνωση του Συνδρόμου Χρόνιας Κόπωσης;

Η διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης είναι ιδαίτερα δύσκολη και αποτελεί πρόκληση για αρκετούς γιατρούς. Σήμερα, δεν υπάρχει ειδική εξέταση που μπορεί να επιβεβαιώσει την παρουσία της νόσου, ενώ αρκετά από τα συμπτώματά της ομοιάζουν αυτά άλλων καρδιαγγειακών, πνευμονικών, θυρεοειδικών ή ακόμα και ψυχιατρικών νόσων.

Προετοιμασία

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν είναι δυνατό να διαγνωστεί από μη γιατρό, ωστόσο μπορείτε (και πρέπει) να γνωρίζετε αρκετά σχετικά με τα συμπτώματά σας, τη συχνότητά τους και τους προκλητικούς παράγοντες γι’αυτά. Οι πληροφορίες αυτές θα βοηθήσουν τον γιατρό σας στη διάγνωση της νόσου.

Το πρώτο βήμα είναι να μάθετε ποια είναι τα συμπτώματα που μπορεί να σχετίζονται με χρόνια κόπωση. Αρκετοί ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα που δεν θεωρούν σημαντικά με αποτέλεσμα να μην τα αναφέρουν στον γιατρό τους.

Για το σκοπό αυτό, είναι ίσως χρήσιμο να κρατήσετε ένα ημερολόγιο στο οποίο θα καταγράφετε τι προκαλεί, τι επιδεινώνει και τι ανακουφίζει το κάθε σύμπτωμα.

Αν επίσης, τα συμπτώματά σας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μετά από ένα συγκεκριμένο γεγονός ή μία νόσο, αυτό είναι κάτι που επίσης πρέπει να γνωρίζει ο γιατρός και θα διευκολύνει τη διάγνωση.

Κατά την προετοιμασία σας για την επίσκεψη στον γιατρό, ιδανικά πρέπει να γνωρίζετε την απάντηση στα παρακάτω ερωτήματα:

  • Πότε εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα συμπτώματα;
  • Ποιες είναι οι δραστηριότητες που δεν μπορείτε πλέον να επιτελέσετε εξ’αιτίας των συμπτωμάτων;
  • Πώς νιώθετε όταν προπαθείτε να κάνετε διάφορες δραστηριότητες που είναι πλέον δύσκολες;
  • Ποιες δραστηριότητες επιδεινώνουν τα συμπτώματά σας;
  • Ο ύπνος και η ξεκούραση βελτιώνουν τα συμπτώματά σας;
  • Έχετε φυσιολογικό ύπνο;
  • Ποιες ενέργειες σάς ανακουφίζουν περισσότερο όταν νιώθετε έντονη κόπωση;
  • Έχει επηρεαστεί καθόλου η σκέψη σας;

Εκτίμηση των Συμπτωμάτων

Ο γιατρός θα χρησιμοποιήσει τις παραπάνω πληροφορίες για να θέσει τη διάγνωση της νόσου. Αν και ζητά συνήθως και άλλες εξετάσεις, το ιστορικό των συμπωμάτων αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο του γιατρού για τη διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης.

Το 2015, το National Academy of Medicine όρισε τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Προκειμένου να τεθεί η διάγνωση του συνδρόμου, ο ασθενής πρέπει να παρουσιάζει τα παρακάτω συμπτώματα στο σύνολό τους:

  • Τουλάχιστον 6 μήνες έντονης κόπωσης που δεν αποδίδεται σε άλλα αίτια
  • Αίσθημα κακουχίας μετά την άσκηση για περισσότερες από 24 ώρες μετά από ψυχική ή σωματική άσκηση. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι τα συμπτώματα επιδεινώνονται και η επιδείνωση αυτή διαρκεί για ημέρες.
  • Ύπνος που δεν προσφέρει ξεκούραση. Οι ασθενείς ξυπνούν κουρασμένοι ακόμα κι αν έχουν κοιμηθεί αρκετά. Μπορεί να υπάρχουν επίσης διαταραχές του ύπνου, όπως αϋπνία ή συχνές αφυπνίσεις.
  • Γνωστικές διαταραχές (θόλωση της σκέψης) ή Ορθοστατική υπόταση (ίλιγγο κατά την όρθια στάση εξ’αιτίας της χαμηλής πίεσης)

Οι ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης παρουσιάζουν αρκετά άλλα συμπτώματα, όπως μυαλγίες ή αρθραλγίες, κεφαλαλγίες, πονόλαιμο, διογκωμένους τραχηλικούς ή μασχαλιαίους λεμφαδένες και γενικότερο αίσθημα αδιαθεσίας.

Ο γιατρός θα κάνει επίσης μία πλήρη φυσική εξέταση κατά την εκτίμηση των συμπτωμάτων.

Εργαστηριακές και Άλλες Εξετάσεις

Οι εργαστηριακές εξετάσεις δεν είναι παθολογικές στους ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ωστόσο βοηθούν τον γιατρό να αποκλείσει άλλες νόσους που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα του ασθενούς (μερικώς ή εξ’ολοκλήρου).

Ο γιατρός θα ζητήσει συνήθως μία γενική εξέταση αίματος, προσδιορισμό της ταχύτητας καθίζισης των ερυθρών αιμοσφαιρίων, καθώς και εξετάσεις για τα επίπεδα της γλυκόζης, του ασβεστίου, των ηλεκτρολυτών, της ουρίας, της κρεατινίνης και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) στο αίμα. Οι παραπάνω δείκτες χρησιμοποιούνται για να εκτιμηθεί η παρουσία νεφρικών ή ηπατικών νόσων, φλεγμονής, αναιμίας, λοίμωξης ή θυρεοειδοπάθειας.

Ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει επίσης ερωτηματολόγια για να εκτιμήσει τα επίπεδα της κόπωσης, της έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών και των υπολοίπων συμπτωμάτων.

Αν η φυσική εξέταση ή τα συμπτώματά σας παραπέμπουν σε άλλες παθήσεις, μπορεί να κάνετε περαιτέρω εξετάσεις. Για παράδειγμα, αν ο γιατρός υποπτεύεται συστηματικό ερυθηματώδη λύκο μπορεί να ζητήσει εξέταση αντιπυρηνικών αντισωμάτων. Συχνά, ο γιατρός μπορεί να παραπέμψει τον ασθενή σε νευρολόγο, ρευματολόγο ή ειδικό γιατρό ύπνου για περαιτέρω εκτίμηση.

Οι απεικονιστικές εξετάσεις όπως για παράδειγμα η ακτινογραφία, η μαγνητική ή η αξονική τομογραφία μπορεί να γίνουν αν ο γιατρός υποπτεύεται την παρουσία παθήσεων όπως η καρδιαγγειακή νόσος, πνευμονικές παθήσεις, καρκίνο ή πολλαπλή σκλήρυνση.

Οι παραπάνω παθήσεις μπορεί στο σύνολό τους να προκαλέσουν τα συμπτώματα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, χωρίς, ωστόσο η παρουσία τους να αποκλείει τη διάγνωση του συνδρόμου.

Διαφορική Διάγνωση

Η διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης γίνεται συνήθως εξ’αποκλεισμού, δηλαδή ο γιατρός θα απορρίψει όλες τις άλλες παθήσεις που προκαλούν κόπωση, μυαλγίες, διογκωμένους λεμφαδένες και έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.

Η λίστα των παθήσεων αυτών είναι αρκετά μεγάλη και επομένως η διάγνωση μπορεί να χρειαστεί αρκετό χρόνο και εξετάσεις. Η εκτίμηση του ασθενούς περιλαμβάνει εξετάσεις που έχουν ως σκοπό να αποκλείσουν τις παρακάτω παθήσεις:

Ακόμα κι αν τεθεί διάγνωση κατάθλιψης, αυτό δεν αποκλείει τη διάγνωση του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, καθώς η κατάθλιψη αποτελεί συχνά συνέπεια της χρόνιας κόπωσης. Καταλαβαίνουμε, κατά συνέπεια, ότι η διάγνωση του συνδρόμου μπορεί να γίνει μόνο από γιατρό που ειδικεύεται στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και έχει την ικανότητα να ξεχωρίσει τις παραπάνω παθήσεις.

Φωτογραφία: Ilmicrofono Oggiono

Ακολουθήστε μας στο Google News για την έγκυρη επιστημονική ενημέρωσή σας, έγκαιρα!

Μην χάσετε:
Σχετικά Αρθρα