Νόσος Alzheimer: Αμφισβητείται η Επικρατέστερη Θεωρία για τη Νόσο μετά από Δύο Νέες Μελέτες

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Alois Alzheimer ήταν ο πρώτος γιατρός που παρατήρησε τις πλάκες β αμυλοειδούς και τα νευροϊνιδικά πλέγματα στους ασθενείς που είχαν καταλήξει από άνοια. Έκτοτε, η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι οι δομές αυτές αποτελούν τον αιτιολογικό παράγοντα για την εμφάνιση της νόσου και επομένως αρκετές μελέτες έχουν ασχοληθεί με την αναζήτηση μεθόδων για την απομάκρυνσή τους.

Δύο νέες μελέτες που εξέτασαν ένα φάρμακο που μπορεί να απομακρύνει τις παραπάνω πλάκες δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό New England Journal of Medicine.

Το φάρμακο που εξετάστηκε ήταν το μονοκλωνικό αντίσωμα gantenerumab. Το αντίσωμα αυτό, αν και πράγματι περιόρισε σημαντικά την ποσότητα των πλακών β αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, τελικά δεν βελτίωσε τις γνωστικές λειτουργίες των ασθενών.

«Η χορήγηση του φαρμάκου σε ασθενείς με νόσο Alzheimer περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των πλακών β αμυλοειδούς μετά από 116 εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να παρατηρηθεί αντίστοιχη βελτίωση στην κλινική εικόνα των ασθενών», αναφέρουν οι επιστήμονες των δύο ερευνών.

Τους τελευταίους μήνες, το FDA έχει δώσει έγκριση σε διάφορα φάρμακα που περιορίζουν τα επίπεδα του β αμυλοειδούς στον εγκέφαλο, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ισχυρά δεδομένα που να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα των παραπάνω φαρμάκων.

Στις έρευνες του gantenerumab συμμετείχαν περίπου 1000 ηλικιωμένοι εθελοντές από 30 χώρες οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη από αυτές έλαβε το φάρμακο ενώ η δεύτερη πήρε placebo και αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου.

Οι γνωστικές λειτουργίες των εθελοντών κατά τη διάρκεια των 2 ετών της μελέτης εξετάστηκαν με τη χρήση της κλίμακας CDR-SB.

«Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι η αποτελεσματικότητα των θεραπειών αυτών για την αντιμετώπιση της νόσου Alzheimer είναι πολύ περιορισμένη. Αν και πράγματι μειώνουν την ποσότητα των πλακών β αμυλοειδούς, αυτό δεν φαίνεται να επιβραδύνει την έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών συγκριτικά με τις ομάδες ελέγχου», αναφέρουν οι συγγραφείς σε ένα άρθρο που συνόδευσε τις δύο μελέτες.

Το FDA έδωσε έγκριση προσφάτως σε δύο παρόμοια φάρμακα, τα aducanumab και lecanemab, τα οποία επίσης απομακρύνουν τις πλάκες β αμυλοειδούς από τον εγκέφαλο. Τα φάρμακα αυτά περιέχουν επίσης συνθετικά αντισώματα τα οποία προσδένονται στις πλάκες καθιστώντας τις τελευταίες στόχο προς απομάκρυνση από το ανοσοποιητικό σύστημα.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αποτελεσματικότητα των παραπάνω φαρμάκων έχει αμφισβητηθεί έντονα, καθώς σε δύο κλινικές δοκιμές η πρώτη παρατήρησε περιορισμένα οφέλη, ενώ στη δεύτερη δεν παρατηρήθηκαν καθόλου οφέλη για τους ασθενείς. Μάλιστα, τα φάρμακα αυτά έχουν και σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, επομένως η χορήγησή τους δεν είναι χωρίς κινδύνους για τους ασθενείς.

Φωτογραφία: Google DeepMind

Χαμηλή Τεστοστερόνη: Μπορεί να Αποτελεί Παράγοντα Κινδύνου για τις Αρθρίτιδες;

Αν και η αρθρίτιδα είναι ένα σύμπτωμα που μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε ασθενή, διάφοροι παράγοντες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για συγκεκριμένα είδη αρθρίτιδας. Μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο περιοδικό Scientific Reports εξερεύνησε τη σύνδεση ανάμεσα στα επίπεδα της τεστοστερόνης και τον κίνδυνο αρθρίτιδας.

Στην ανάλυση που έκανε η επιστημονική ομάδα συμμετείχαν περισσότεροι από 10.000 ενήλικες και διαπιστώθηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση αρθρίτιδας.

Παράγοντες Κινδύνου και Συμπτώματα της Αρθρίτιδας

Η αρθρίτιδα είναι ένας ευρύτερος όρος που περιγράφει τις διαταραχές των αρθρώσεων που σχετίζονται με φλεγμονή και άλγος. Ορισμένα σχετικά κοινά είδη αρθρίτιδας είναι η οστεοαρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Διάφοροι παράγοντες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός ατόμου να παρουσιάσει αρθρίτιδα, μεταξύ των οποίων η παχυσαρκία και ο τραυματισμός συγκεκριμένων αρθρώσεων.

Ειδικά για την οστεοαρθρίτιδα, παράγοντες κινδύνου είναι η προχωρημένη ηλικία, η μυϊκή αδυναμία και η καταπόνηση των αρθρώσεων. Για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, το ιστορικό καπνίσματος και συγκεκριμένα γονίδια αποτελούν επίσης παράγοντες κινδύνου.

Οι Παρατηρήσεις της Νέας Μελέτης

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα της έρευνας, προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη παρατηρήσει σύνδεση ανάμεσα στα επίπεδα της τεστοστερόνης και τον κίνδυνο εμφάνισης αρθρίτιδας. Ωστόσο, η ομάδα θέλησε να εξερευνήσει περισσότερο την παραπάνω σύνδεση και να προσδιορίσει σαφώς τις ισχύ της τελευταίας.

Στις αναλύσεις που έκαναν, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από τη βάση National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) των ΗΠΑ. Εξαιρώντας τους ασθενείς που δεν είχαν κάνει εξετάσεις για τα επίπεδα της τεστοστερόνης, οι επιστήμονες κατέληξαν τελικά σε 10.439 εθελοντές, στους οποίους βασίστηκαν τα αποτελέσματα της μελέτης.

Κατά την ανάλυση των δεδομένων, η ομάδα έκανε προσαρμογή των αποτελεσμάτων για διάφορους παράγοντες, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, το ιστορικό καπνίσματος, το ιστορικό διαβήτη, το επίπεδο εκπαίδευσης, το φύλο και η οικογενειακή κατάσταση.

Τελικά, διαπιστώθηκε ότι οι εθελοντές με αρθρίτιδα είχαν χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης στον ορό σε σχέση με αυτούς που δεν έπασχαν από τη νόσο. Μάλιστα, η ομάδα παρατήρησε ότι η χαμηλή τεστοστερόνη αποτελούσε παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου, σύμφωνα με συγκεκριμένα μοντέλα.

Περαιτέρω αναλύσεις έδειξαν ότι η σύνδεση ανάμεσα στη χαμηλή τεστοστερόνη και τον κίνδυνο αρθρίτιδας ήταν ισχυρότερη στις γυναίκες και τους παχύσαρκους ασθενείς.

Στο επόμενο κομμάτι της μελέτης τους, οι επιστήμονες χώρισαν τους ασθενείς σε 4 ομάδες ανάλογα με τα επίπεδα της τεστοστερόνης. Οι εθελοντές της ομάδας με τα υψηλότερα επίπεδα είχαν 51% μειωμένο κίνδυνο να παρουσιάσουν αρθρίτιδα σε σχέση με αυτούς της ομάδας με τα χαμηλότερα επίπεδα.

«Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε το γεγονός ότι τα χαμηλά επίπεδα της τεστοστερόνης συνδέθηκαν με αυξημένο κίνδυνο τόσο για τις αρθροπάθειες που σχετίζονται με καταπόνηση των αρθρώσεων, όσο και για αυτές που έχουν αυτοάνοση αιτιολογία», εξήγησαν οι συγγραφείς.

«Η παρούσα μελέτη είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς δείχνει ότι πιθανώς θα πρέπει να παρακολουθούμε τα επίπεδα της τεστοστερόνης στους ασθενείς με αρθρίτιδες. Το επόμενο βήμα είναι να εξεταστεί αν η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή προσέγγιση για τη βελτίωση της υγείας των αρθρώσεων», καταλήγει η μελέτη.

Φωτογραφία: Büşranur Aydın

Δρεπανοκυτταρική Αναιμία: Νέα Γονιδιακή Θεραπεία προς Έγκριση στις ΗΠΑ

Μία νέα γονιδιακή θεραπεία για την αντιμετώπιση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας αναμένεται να εγκριθεί τις επόμενες ημέρες στις ΗΠΑ. Η θεραπεία αυτή χρησιμοποιεί την τεχνική CRISPR και είναι αρκετά ασφαλής για να χρησιμοποιηθεί στην κλινική πράξη, όπως υποστηρίζει η επιτροπή του FDA που εξέτασε τα διαθέσιμα δεδομένα που υποβλήθηκαν στον οργανισμό.

Η exa-cel, όπως λέγεται η νέα θεραπεία, αναπτύχθηκε από τις εταιρείες Vertex Pharmaceuticals και CRISPR Therapeutics και προσφέρει μία νέα επιλογή για την αντιμετώπιση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, μίας νόσου που προκαλεί έντονο πόνο στους ασθενείς. Σήμερα, η μοναδική θεραπεία για τη νόσο είναι η μεταμόσχευση μυελού των οστών, ωστόσο ελάχιστοι ασθενείς επιλέγουν την προσέγγιση αυτή καθώς ενέχει κινδύνους για τους ασθενείς.

Η δρεπανοκυτταρική αναιμία αποτελεί μία διαταραχή του αίματος κατά την οποία τα ερυθρά αιμοσφαίρια παίρνουν σχήμα δρεπάνου, γεγονός που προκαλεί προβλήματα στην κυκλοφορία του αίματος.

Οι ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο έχουν επίσης παθολογική αιμοσφαιρίνη και τα ερυθρά αιμοσφαίριά τους καταστρέφονται ταχύτερα, γεγονός που τελικά προκαλεί ανεπάρκεια των τελευταίων. Τα πρώτα συμπτώματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως σε μικρές ηλικίες και μπορεί να είναι ήπια ή πολύ σοβαρά. Ορισμένες επιπλοκές που συνδέονται με τη νόσο είναι η αναιμία, οι θρομβώσεις, οι ηπατικές διαταραχές, το άλγος και το εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η exa-cel φαίνεται ότι μπορεί να θεραπεύσει τη νόσο, ωστόσο δεν είναι στείρα κινδύνων, σύμφωνα με τους επιστήμονες του FDA.

Πως Λειτουργεί η Θεραπεία

Η τεχνική CRISPR μάς επιτρέπει να «κόψουμε» το DNA σε συγκεκριμένα σημεία με σκοπό να προσθέσουμε, να αφαιρέσουμε ή να αντικαταστήσουμε συγκεκριμένες αλληλουχίες. Το γεγονός αυτό ανοίγει νέες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση παθήσεων που μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ανίατες.

Πρακτικά, στη θεραπεία exa-cel οι γιατροί αφαιρούν βλαστοκύτταρα από το αίμα των ασθενών και ακολούθως αφαιρούν από αυτά το τμήμα του DNA που ενοχοποιείται για τα παθολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια. Ακολούθως, ο ασθενής κάνει χημειοθεραπεία και ακολούθως λαμβάνει και πάλι τα τροποποιημένα κύτταρα.

Ένας κίνδυνος από την παραπάνω θεραπεία είναι ότι οι πρωτεΐνες της CRISPR δεν είναι τέλειες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να κόψουν το DNA σε διαφορετικά σημεία από τα επιθυμητά. Αυτό συνήθως δεν προκαλεί σημαντικά προβλήματα, ωστόσο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι επικίνδυνο για τους ασθενείς.

Όπως καταλαβαίνουμε, η πιθανότητα της παραπάνω επιπλοκής εξαρτάται από το βαθμό της ομοιότητας ανάμεσα στο επιθυμητό σημείο κοπής και άλλα σημεία στο γονιδίωμα. Η εταιρεία που ανέπτυξε την exa-cel υποστηρίζει ότι για τη συγκεκριμένη θεραπεία η πιθανότητα αυτή είναι πολύ χαμηλή.

«Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να χτυπηθεί ο ασθενής από κεραυνό στο δρόμο προς το νοσοκομείο παρά να γίνει κάποιο επικίνδυνο κόψιμο από την CRISPR», αναφέρουν αντιπρόσωποι της εταιρείας.

Ένας σημαντικός κίνδυνος από τη θεραπεία, ωστόσο, αφορά τα φάρμακα που χορηγούνται μαζί με αυτή. Για παράδειγμα η βουσουλφάνη, ένα φάρμακο που χορηγείται για τον «καθαρισμό» του μυελού των οστών έτσι ώστε να υπάρχει χώρος για τα τροποποιημένα κύτταρα, έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.

Σύμφωνα με την εταιρεία, η exa-cel έχει επίσης 1% ποσοστό θνητότητας ενώ σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα.

«Ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή δεν θα χρειάζεται να δίνουμε χημειοθεραπείες και άλλα φάρμακα που τροποποιούν το μυελό των οστών. Αντί για την εξαγωγή κυττάρων και την τροποποίησή τους στο εργαστήριο, ιδανικά θα χορηγούμε ένα φάρμακο που θα κάνει την ίδια δουλειά στον οργανισμό», καταλήγουν οι επιστήμονες της εταιρείας που ανέπτυξε το φάρμακο.

Φωτογραφία: Roger Brown

Μπορεί ένα Παράσιτο από τις Γάτες να Ενοχοποιείται για την Αδυναμία στην Τρίτη Ηλικία;

Ένα κοινό παράσιτο που κυκλοφορεί συνήθως στις γάτες μπορεί να ενοχοποιείται εν μέρει για την αδυναμία που εμφανίζουν αρκετοί άνθρωποι στην τρίτη ηλικία, τουλάχιστον σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο περιοδικό Journal of Gerontology: Medical Science. Το παράσιτο αυτό είναι το Toxoplasma gondii και δεδομένα δείχνουν ότι περίπου το 11-15% του πληθυσμού θα εκτεθεί σε αυτό κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Το παράσιτο αυτό προκαλεί συνήθως συμπτώματα που ομοιάζουν με γρίπη, ωστόσο σε ορισμένους ασθενείς με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερες επιπλοκές, όπως για παράδειγμα επιληπτικούς σπασμούς.

«Η λοίμωξη από το T. gondii είναι συνήθως ασυμπτωματική, ωστόσο στη νέα μελέτη μας δείξαμε ότι σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία μακροπρόθεσμα», εξηγούν οι επιστήμονες της μελέτης.

Η θεωρία της ομάδας ήταν ότι το παράσιτο μπορεί να αποτελεί μία από τις αιτίες της «φλεγμονογήρανσης», ενός μηχανισμού χρόνιας φλεγμονής που συνδέεται με την αδυναμία στην τρίτη ηλικία. Προκειμένου να εξερευνήσουν την ορθότητα της παραπάνω θεωρίας, οι επιστήμονες εξέτασαν δείγματα αίματος από 601 Ισπανούς και Πορτογάλους ηλικιωμένους για διάφορους δείκτες που σχετίζονται με την αδυναμία, όπως η ανεξήγητη απώλεια βάρους, το αίσθημα κόπωσης και η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.

Αν και αρχικά δεν παρατηρήθηκε σύνδεση ανάμεσα στο ιστορικό λοίμωξης από το T. gondii και τον κίνδυνο αδυναμίας, η ομάδα παρατήρησε ότι οι ασθενείς με τα υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων για το παράσιτο είχαν αυξημένα ποσοστά αδυναμίας.

Πρακτικά, αυτό που έδειξε η παρούσα μελέτη ήταν ότι οι ασθενείς που παρουσίασαν ισχυρότερη ανοσιακή απόκριση κατά την έκθεσή τους στο παράσιτο, τελικά είχαν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν αδυναμία στην τρίτη ηλικία. Οι ίδιοι ασθενείς είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα αρκετών δεικτών φλεγμονής, γεγονός που αποκαλύπτει σε κάποιο βαθμό τη μηχανισμό της παραπάνω σύνδεσης.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα ποσοστά των λοιμώξεων από T. gondii είναι υψηλότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ ο ιός μπορεί να παραμείνει σε λανθάνουσα μορφή στον οργανισμό για αρκετά χρόνια. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα της μελέτης, είναι σημαντικό να αποφύγουμε την έκθεση στο συγκεκριμένο παθογόνο, ιδιαίτερα στη μέση και τρίτη ηλικία.

«Ιδανικά δεν θα πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή με άγριες ή αδέσποτες γάτες, ενώ αν έχουμε γάτα στο σπίτι μας θα πρέπει να τη διατηρούμε εκεί έτσι ώστε να περιορίσουμε τον κίνδυνο έκθεσης της τελευταίας στο παράσιτο», καταλήγουν οι συγγραφείς.

Φωτογραφία: Aleksandr Nadyojin

Σεμαγλουτίδη: Ωφελεί την Καρδιακή Υγεία Σύμφωνα με Νέα Δεδομένα

Η σεμαγλουτίδη, ένα φάρμακο που έχει εγκριθεί αυτή τη στιγμή για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και του διαβήτη, φαίνεται ότι έχει χρησιμότητα και για την καρδιαγγειακή νόσο, όπως υποστηρίζει μία νέα μελέτη που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες στο συνέδριο 2023 American Heart Association Scientific Sessions. Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο παραπάνω συνέδριο, η σεμαγλουτίδη μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικού επεισοδίου.

Μία άλλη μελέτη που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο έδειξε επίσης ότι το φάρμακο μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.

Η Σεμαγλουτίδη Μειώνει τον Κίνδυνο Εμφράγματος και Εγκεφαλικού Επεισοδίου

Η πρώτη από τις δύο έρευνες δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα στο περιοδικό New England Journal of Medicine και εξέτασε δεδομένα από τη μελέτη SELECT, η οποία είχε ξεκινήσει με σκοπό να εξετάσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στους ασθενείς που παίρνουν σεμαγλουτίδη.

Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι το φάρμακο μπορεί πράγματι να μειώσει τα περιστατικά εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, ωστόσο η παρούσα ανάλυση είχε ως στόχο να εξετάσει αν προσφέρει αντίστοιχα οφέλη και σε ασθενείς χωρίς διαβήτη.

Στη μελέτη SELECT συμμετείχαν συνολικά περισσότεροι από 17.000 εθελοντές σε 41 χώρες. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η πρώτη έλαβε 2.4mg σεμαγλουτίδης την εβδομάδα για 3 χρόνια, ενώ η δεύτερη ομάδα έλαβε placebo και αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου.

Από την ανάλυση των δεδομένων, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι οι εθελοντές της ομάδας παρέμβασης είχαν 20% μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων συνολικά. Ειδικότερα, στην ομάδα αυτή ο κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου ήταν 28% χαμηλότερος σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν 7% χαμηλότερος.

Επιπλέον, οι ασθενείς της ομάδας που πήρε σεμαγλουτίδη μείωσαν το σωματικό τους βάρος κατά 9.39%, ενώ στην ομάδα ελέγχου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 1%.

«Μπαίνουμε σε μία νέα εποχή για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και τη μείωση του καρδιομεταβολικού κινδύνου. Η μελέτη SELECT προσφέρει σαφή δεδομένα που δείχνουν ότι οι αγωνιστές του GLP-1 προσφέρουν οφέλη για το καρδιαγγειακό, ανεξαρτήτως διάγνωσης διαβήτη», αναφέρουν οι συγγραφείς ενός άρθρου που συνόδευσε τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης.

Σεμαγλουτίδη και Καρδιακή Ανεπάρκεια

Η δεύτερη έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα στο περιοδικό Circulation. Όπως προαναφέρθηκε, η μελέτη αυτή εξερεύνησε τα οφέλη της σεμαγλουτίδης στην αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης.

Η έρευνα αυτή, η οποία είχε διάρκεια 52 εβδομάδων, χώρισε επίσης τους ασθενείς σε 2 ομάδες εκ των οποίων η μία έλαβε 2.4γρ σεμαγλουτίδης εβδομαδιαίως, ενώ η άλλη έλαβε placebo. Όλοι οι εθελοντές που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν παχύσαρκοι και είχαν ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας.

Από την ανάλυση των δεδομένων στο τέλος της μελέτης διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς που πήραν σεμαγλουτίδη παρουσίασαν βελτίωση σε αρκετούς δείκτες της καρδιακής ανεπάρκειας περιορίζοντας παράλληλα το σωματικό τους βάρος.

Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη καθώς μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA στις αρχές του έτους έδειξε ότι οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιακή ανεπάρκεια.

Ο παραπάνω μηχανισμός μπορεί πιθανώς να εξηγήσει γιατί η σεμαγλουτίδη προσφέρει οφέλη στην αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας, σύμφωνα με τους συγγραφείς.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν ότι η σεμαγλουτίδη έχει φέρει επανάσταση στην αντιμετώπιση αρκετών παθήσεων που αποτελούν σημαντικές πηγές νοσηρότητας και θνητότητας, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και η καρδιακή ανεπάρκεια.

Φωτογραφία: Puwadon Sang-ngern

Βιταμίνη D: Πολύ Χαμηλές οι Δόσεις που Χορηγούνται στους Περισσότερους Ασθενείς Σύμφωνα με Δύο Νέες Μελέτες

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί παράγοντας κινδύνου για το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες για τις παραπάνω δύο καταστάσεις παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D.

Δύο νέες έρευνες από τις ΗΠΑ που δημοσιεύτηκαν προσφάτως σε επιστημονικά περιοδικά δείχνουν, ωστόσο, ότι οι δόσεις που χορηγούνται στους παραπάνω ασθενείς πιθανώς δεν είναι επαρκείς για να διορθώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D και να μειώσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Συγκεκριμένα, στις αναλύσεις που έκαναν, οι επιστήμονες των παραπάνω ερευνών διαπίστωσαν ότι οι δόσεις που πρέπει να λάβουν οι ασθενείς συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο που έχουν θέσει οι φορείς υγείας για τη βιταμίνη D (600-800 IU). Ορισμένοι ασθενείς μπορεί μάλιστα να χρειάζονται ακόμα και περισσότερες από 10.000 IU, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς.

«Έχουμε δει αρκετές έρευνες που αναφέρουν ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών. Οι παρατηρήσεις της μελέτης μας έδειξαν ότι οι τυπικές δόσεις της βιταμίνης που χορηγούνται στους ασθενείς δεν επαρκούν για να βελτιωθεί η καρδιακή υγεία. Οι ασθενείς θα πρέπει να λάβουν μεγαλύτερες δόσεις προκειμένου να επιτύχουν ιδανικά επίπεδα της βιταμίνης», αναφέρουν οι συγγραφείς.

Όπως εξήγησαν, η εκτίμηση του κάθε ασθενούς θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα και να προσδιορίζεται η δόση που πρέπει να πάρει καθώς συχνά η χορήγηση της βιταμίνης σε μορφή χαπιού δεν επαρκεί για να προσφέρει οφέλη.

Τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών παρουσιάστηκαν στο συνέδριο 2023 American Heart Association Scientific Sessions το οποίο διεξήχθη στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ στα μέσα Νοεμβρίου.

Και οι δύο έρευνες ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη Target-D, η οποία είχε ως στόχο να εξετάσει αν η βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D έχει χρησιμότητα στην πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Στην πρώτη από τις δύο αναλύσεις, 632 ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες εκ των οποίων η πρώτη έλαβε γενικές οδηγίες για τη βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D, ενώ στη δεύτερη ομάδα χορηγήθηκε κάποια εξατομικευμένη αγωγή. Ο στόχος και στις δύο ομάδες ήταν να βελτιωθούν τα επίπεδα της βιταμίνης D και να φτάσουν τα 40ng/mL, το οποίο θεωρήθηκε ιδανικό στα πλαίσια της μελέτης.

Οι ασθενείς της εξατομικευμένης θεραπείας έκαναν επισκέψεις στο γιατρό τους κάθε 3 μήνες και η δόση προσαρμοζόταν ανάλογα με τα επίπεδα της βιταμίνης D. Από τους συνολικά 316 ασθενείς αυτή της ομάδας, σχεδόν το 90% έλαβε κάποια θεραπεία με βιταμίνη D. Από αυτούς, το 86.5% χρειάστηκε περισσότερες από 2.000 IU της βιταμίνης καθημερινά, ενώ το 14.6% χρειάστηκε περισσότερες από 10.000 IU καθημερινά. Λιγότερο από το 65% των εθελοντών είχαν φτάσει τα 40 ng/mL της βιταμίνης D στους 3 μήνες.

Η δεύτερη ανάλυση των δεδομένων της μελέτης Target-D εξέτασε μόνο τους εθελοντές που είχαν παρουσιάσει εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα του μυοκαρδίου τις προηγούμενες 30 ημέρες από την εγγραφή τους στη μελέτη. Περίπου το 58.5% των παραπάνω εθελοντών που είχαν επίπεδα βιταμίνης D κάτω από 40 ng/mL έλαβαν τελικά πάνω από 5.000 IU της βιταμίνης καθημερινά, ποσότητα η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το όριο των 600-800 IU.

«Από τα αποτελέσματα της μελέτης μας είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να χορηγούμε απλά μία χαμηλή δόση της βιταμίνης και να μην παρακολουθούμε την πορεία των ασθενών. Είναι σημαντικό για τους ασθενείς να κάνουν συχνά εξετάσεις και να προσαρμόζεται η δόση ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς», καταλήγει η ομάδα.

Φωτογραφία: Polina Tankilevitch

Νέα Ανάλυση: 12 Φορές Υψηλότερος ο Αριθμός των Θανάτων από Ιογενείς Λοιμώξεις Μέχρι το 2050

0

Συγκεκριμένα παθογόνα που κάποτε κυκλοφορούσαν μόνο στο ζωικό βασίλειο φαίνεται ότι προκαλούν όλο και πιο συχνά λοιμώξεις και στον άνθρωπο, σύμφωνα με μία μεγάλη ανάλυση από την εταιρεία Ginkgo Bioworks η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό BMJ Global Health.

Όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες της μελέτης, οι επιδημίες από τις παραπάνω ζωονόσους παρουσιάζουν σταθερή αύξηση της τάξης του 5% ετησίως από το 1963 μέχρι το 2019, ενώ και οι θάνατοι από τις παραπάνω λοιμώξεις αυξάνονται κατά 8.7% κάθε χρόνο. Με αυτό το ρυθμό, αναμένεται ότι ο αριθμός των θανάτων από τις παραπάνω ζωονόσους θα είναι σχεδόν 12 φορές μεγαλύτερος το 2050 απ’ ότι το 2020.

Οι περισσότερες ιογενείς επιδημίες προέρχονται από παθογόνα τα οποία τυπικά κυκλοφορούν σε άγρια ή οικόσιτα ζώα και κάποια στιγμή μεταπηδούν στον άνθρωπο εξ’ αιτίας μίας μετάλλαξης.

Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον μέσω της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του οικοσυστήματος, έχει αναγκάσει αρκετούς πληθυσμούς ζώων να μετακινηθούν μαζικά, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης νέων παθογόνων.

Χρησιμοποιώντας μία εκτενή βάση δεδομένων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας σχετικά με τις επιδημίες ζωονόσων, οι επιστήμονες της Ginkgo Bioworks θέλησαν να εξετάσουν τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των τελευταίων τον τελευταίο μισό αιώνα.

Στην ανάλυση που έκαναν, οι συγγραφείς επικεντρώθηκαν κυρίως σε 75 επιδημίες παθογόνων που μεταπήδησαν από τα ζώα στον άνθρωπο σε 24 χώρες του κόσμου. Χρησιμοποιώντας τον αριθμό των θανάτων ως δείκτη για τη σοβαρότητα μίας επιδημίας, παρατήρησαν ότι οι φιλοϊοί (στους οποίους ανήκει ο ιός Ebola και ο ιός Machupo) ήταν οι πλέον επικίνδυνοι καθώς προκάλεσαν περισσότερους από 15.700 θανάτους σε περίπου 40 επιδημίες στο διάστημα που εξετάστηκε.

Συγκριτικά, ο ιός SARS-CoV-1 προκάλεσε περίπου 922 θανάτους σε δύο επιδημίες, μία το 2002 και μία δεύτερη το 2004.

Αν και οι παραπάνω επιδημίες εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, οι συγγραφείς της ανάλυσης υποστήριξαν ότι δεν αποτελούν τυχαία γεγονότα και ακολουθούν μία συγκεκριμένη τάση.

«Αν η τάση που παρατηρήσαμε στη μελέτη μας συνεχιστεί, τότε πιθανώς θα παρατηρήσουμε τετραπλάσιο αριθμό μεταπήδησης παθογόνων από τα ζώα στον άνθρωπο και 12 φορές αυξημένο αριθμό θανάτων από επιδημίες μέχρι το 2050, συγκριτικά με το 2020», αναφέρει η ομάδα.

Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν ότι είναι σημαντικό να αναπτυχθούν άμεσα νέες δομές οι οποίες θα παρακολουθούν προσεκτικά την εξάπλωση παθογόνων από τα ζώα στον άνθρωπο με σκοπό να προληφθούν μελλοντικές επιδημίες.

Φωτογραφία: Erik Karits

Long COVID: Νέα Δεδομένα για τη Σύνδεση της Νόσου με τις Ψυχιατρικές Παθήσεις

Η long COVID μπορεί να επιδεινώσει προϋπάρχουσες ψυχιατρικές παθήσεις και συνδέεται με νέες ψυχιατρικές διαγνώσεις, ωστόσο η σύνδεση αυτή δεν είναι αμφίδρομη, όπως αναφέρει μία νέα μεγάλη ανάλυση που δημοσιεύτηκε προσφάτως στο περιοδικό Physical Medicine and Rehabilitation.

Στην ανάλυση αυτή συμμετείχαν αρκετοί ειδικοί από διάφορα πεδία όπως η νευρολογία, η νευροψυχιατρική, η ψυχολογία αποκατάστασης και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.

«Αρκετοί ασθενείς αναφέρουν ότι οι συγγενείς ή ακόμα και οι γιατροί τους δεν αναγνωρίζουν την επιβάρυνση από τα συμπτώματα της long COVID και αμφισβητούν την ύπαρξη της τελευταίας αποδίδοντας τα συμπτώματα σε κάποια ψυχιατρική νόσο. Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι η long COVID αποτελεί πραγματικό νόσημα και οι ψυχιατρικές παθήσεις δεν συνδέονται με την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων long COVID», αναφέρει η μελέτη.

Εκατομμύρια Ασθενείς Παγκοσμίως

Το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν το 2ο και 3ο σε συχνότητα σύμπτωμα της long COVID, αντίστοιχα, όπως αναφέρει η μελέτη.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η φλεγμονώδης απόκριση του οργανισμού και ειδικότερα οι κυτταροκίνες στο αίμα, μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα των ψυχικών νόσων ή να προκαλέσουν νέα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης. Οι κυτταροκίνες μπορεί επίσης να επηρεάσουν τα επίπεδα αρκετών χημικών ουσιών στον εγκέφαλο, όπως για παράδειγμα η σεροτονίνη.

Μελέτες εξετάζουν επίσης αν τα ψυχιατρικά συμπτώματα των ασθενών με long COVID μπορεί να αποδίδονται και σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα τη δραστηριότητα του ιού, την παρουσία μικροθρόμβων στον εγκέφαλο ή τον οργανισμό, καθώς και αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα.

Σήμερα, πάντως, η αντιμετώπιση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων είναι η ίδια ανεξαρτήτως αν ο ασθενής έχει long COVID ή όχι και περιλαμβάνει υποστηρικτική αγωγή, γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Σύμφωνα με τις οδηγίες που αναφέρονται στη νέα μελέτη, η αντιμετώπιση των ψυχιατρικών συμπτωμάτων της long COVID θα πρέπει να ξεκινά από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, εφόσον ο γιατρός έχει αυτή την ικανότητα. Ωστόσο, αν ο ασθενής έχει σοβαρά συμπτώματα που επιβαρύνουν σημαντικά την καθημερινότητά του, θα πρέπει να παραπέμπεται σε ειδικό.

Τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα έχουν δείξει ότι περίπου το 7% των ενηλίκων και το 1.3% των παιδιών που νόσησαν από COVID-19 έχουν παρουσιάσει συμπτώματα long COVID. Γνωρίζουμε επίσης ότι νέες λοιμώξεις με τον ιό μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, επομένως το ποσοστό αυτό δεν αποκλείεται να διογκωθεί τα επόμενα χρόνια.

«Κάθε μέρα γίνονται νέες διαγνώσεις long COVID και ο αριθμός των ασθενών αυξάνεται συνέχεια. Είναι προφανές ότι η νόσος θα μας απασχολήσει αρκετά τα επόμενα χρόνια, επομένως κάθε νέα πληροφορία σχετικά με αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία», καταλήγουν οι συγγραφείς.

Φωτογραφία: cottonbro studio

Υπνική Άποια: Ένας Παράγοντας Κινδύνου για την Κολπική Μαρμαρυγή

Μία νέα έρευνα από την Cleveland Clinic των ΗΠΑ παρατήρησε ότι η υπνική άπνοια μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, μίας σχετικά κοινής διαταραχής του καρδιακού ρυθμού.

Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Heart Association, εξέτασε συνολικά 42.000 ασθενείς και διαπίστωσε ότι η μείωση των επιπέδων του οξυγόνου κατά τη διάρκεια του ύπνου συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής. Μάλιστα, η σύνδεση αυτή διατηρήθηκε ακόμα και μετά την προσαρμογή για την πνευμονική λειτουργία, γεγονός που δείχνει ότι η υπνική άπνοια αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου.

Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί μία διαταραχή του καρδιακού ρυθμού που προκαλεί τόσο αρρυθμίες όσο και ταχυκαρδία. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση καθώς έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για αρκετές παθήσεις, μεταξύ των οποίων το εγκεφαλικό επεισόδιο και η καρδιακή ανεπάρκεια. Η συχνότητα της νόσου στον πληθυσμό είναι περίπου 2.5%.

Η επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης εξέτασε εθελοντές που είχαν κάνει μελέτες ύπνου στο παρελθόν. Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν τα 51 χρόνια.

Στο διάστημα των 5 ετών που εξέτασε η επιστημονική ομάδα το 5% των εθελοντών διαγνώστηκαν τελικά με κολπική μαρμαρυγή. Από την ανάλυση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι για κάθε 10% μείωση στο μέσο κορεσμό οξυγόνου κατά τη διάρκεια του ύπνου ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής αυξανόταν κατά 30%.

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, ιδιαίτερα στους ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, τόσο η πρόληψη όσο και η αντιμετώπιση της υπνικής άπνοιας μπορεί να βοηθήσουν σημαντικά στον περιορισμό του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής.

Οι συγγραφείς της παρούσας μελέτης έχουν ήδη ξεκινήσει μία νέα έρευνα στην οποία σκοπεύουν να εξερευνήσουν πιο λεπτομερώς τους μηχανισμούς της σύνδεσης ανάμεσα στις διαταραχές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου και τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής. Η ίδια έρευνα θα εξετάσει επίσης αν οι συνήθεις θεραπείες που χορηγούνται για την αντιμετώπιση της υπνικής άπνοιας, όπως για παράδειγμα το CPAP, μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής.

Φωτογραφία: Karolina Grabowska

Ανοσμία και Αγευσία: Τι Ποσοστό των Ασθενών έχουν Ακόμα τα Συμπτώματα μετά από 3 Χρόνια

Ελπιδοφόρες για τους ασθενείς με long COVID είναι οι παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό JAMA Otolaryngology. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, οι ασθενείς που παρουσιάζουν ανοσμία ή αγευσία μετά την οξεία COVID-19 λοίμωξη συνήθως αναρρώνουν πλήρως από τα παραπάνω συμπτώματα μέσα στα επόμενα 3 χρόνια.

Η επιστημονική ομάδα της έρευνας ανέλυσε δεδομένα για 88 ασθενείς που είχαν παρουσιάσει ήπια συμπτώματα από την COVID-19, καθώς και μία ομάδα ελέγχου ίδιου μεγέθους που δεν είχε ιστορικό της λοίμωξης αλλά παρουσίαζε τακτικά διαταραχές της όσφρησης ή της γεύσης. Η μέση ηλικία και στις δύο ομάδες ήταν τα 49 χρόνια, όλοι οι εθελοντές ήταν Καυκάσιοι και το 58% του δείγματος ήταν γυναίκες.

Οι συγγραφείς της μελέτης εξέταζαν τη γεύση και την όσφρηση των εθελοντών σε τακτά χρονικά διαστήματα. Όπως παρατήρησαν, 1 χρόνο μετά την οξεία COVID-19 λοίμωξη οι 36 από τους 88 εθελοντές είχαν ακόμα διαταραχές της όσφρησης, ενώ ο αριθμός αυτός περιορίστηκε στο 24 στα 2 χρόνια και στο 12 στα 3 χρόνια. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μετά τα 3 χρόνια όλοι οι εθελοντές είχαν ανακτήσει σε κάποιο βαθμό την όσφρησή τους.

Αντίστοιχη ήταν η βελτίωση και στη γεύση καθώς μόλις 10 στους 88 εθελοντές είχαν ακόμα διαταραχές αυτής της αίσθησης 3 χρόνια αργότερα.

Μία προηγούμενη μελέτη που είχε δημοσιευτεί τον Ιούνιο είχε παρατηρήσει ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της COVID-19 λοίμωξης και την παρουσία ανοσμίας ή αγευσίας. Στη μελέτη αυτή, περισσότερο από το 10% του ασθενών είχαν ακόμα διαταραχές των παραπάνω αισθήσεων 3 χρόνια μετά τη λοίμωξη με τον ιό.

Νέες Θεραπείες, Ανησυχίες για την Ψυχική Υγεία

Αν και τα αποτελέσματα της νέας έρευνας είναι αρκετά ενθαρρυντικά, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι ιδανικά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν σε ένα μεγαλύτερο δείγμα που θα είναι πιο αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.

Τόνισαν επίσης ότι τόσο η ανοσμία όσο και η αγευσία είναι συμπτώματα που μπορεί να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των ασθενών, γεγονός που συχνά έχει αρνητικές επιδράσεις και στην ψυχική υγεία.

Τελευταία, έχουν αρχίσει να εξετάζονται και διάφορες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της ανοσμίας και αυτή που έχει ξεχωρίσει περισσότερο είναι η έγχυση πλάσματος με αιμοπετάλια στη ρινική κοιλότητα. Μία μελέτη του 2022 που εξέτασε την αποτελεσματικότητα της παραπάνω προσέγγισης διαπίστωσε ότι η θεραπεία αυτή μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την όσφρηση των ασθενών, καθώς επιταχύνει την ίαση των νευρώνων που σχετίζονται με την όσφρηση.

Φωτογραφία: Michael Burrows